Πέμπτη 25 Δεκεμβρίου 2014

Όμορφες ιστορίες απο τα βιβλία του Μαν. Βιλλαντώνη "Ψαράδικες ιστορίες" και "Βαρκάρηδες"

ΧΡΥΣΟΥΛΑ Λ .Ν .
Στα προσφυγικά εκεί έμενε ο μπάρμπα Σπύρος. Κάθε πρωί και γύρω στις 6, κατέβαινε από τα στενά στο λιμάνι. Σταματούσε στον Άγιο Νικόλαο, έκανε το σταυρό του και μετά πήγαινε στη βάρκα του. Έμπαινε μέσα, κοιτούσε τα σχοινιά και τα ρεμέντζα της, την έπλενε και την καμάρωνε. Οι άλλοι θαλασσινοί που γνώριζαν την αγάπη του για τη βάρκα του, τον πείραζαν και  όλο του έλεγαν "Καπετάν Σπύρο, έχεις την καλύτερη βάρκα", αυτός φούσκωνε από υπερηφάνεια και την πρόσεχε όλο και περισσότερο. ΧΡΥΣΟΥΛΑ την είχε ονομάσει από το όνομα της μοναχοκόρης που είχε. Και η βάρκα
σαν να αισθανόταν την αγάπη και τη στοργή του αφεντικού της, λικνίζονταν ναζιάρικα στα νερά του λιμανιού. Στολισμένη με τα πολύχρωμα χράμια της και με αγώι έκανε ονειρεμένες ρομαντικές βαρκάδες με τραγούδια κάτω από το Αυγουστιάτικο φεγγάρι ,με νέους και νέες στα ήρεμα νερά του λιμανιού. Ακόμη και στη γιορτή της Παναγιάς Μυρτιδιώτισσας μετέφερε κόσμο στο εκκλησάκι της ,άκουσα ότι μέχρι το Βενιζέλο μετέφερε από το πλοίο στην προκυμαία της παλιάς σκάλας τότε που ήρθε στη Νάξο. Και δίπλα της οι άλλες βάρκες όπως την έβλεπα φρεσκοβαμμένη, καθαρή και καμαρωτή, την ζήλευαν. Αυτές μπαρουτοκαπνισμένες και θαλασσοδαρμένες από τους ιδιοκτήτες τους, ψάρευαν τις πιο πολλές φορές με άθλιες καιρικές συνθήκες να πιάσουν ψάρια να ζήσουν αυτοί και οι οικογένειες τους. Ο μπάρμπας Σπύρος εργαζόταν στο λιμάνι σαν βαρκάρης. Ο ξάδελφος κι εγώ βοηθούσαμε εκείνη την εποχή τους πατεράδες μας που ήταν και αυτοί  βαρκάρηδες και ψαράδες. Κάποια μέρα ο μπάρμπα Σπύρος,  που ήταν και λίγο γρουσούζης μας έκανε κάτι. Εμείς γνωρίζοντας την αγάπη του για τη βάρκα του αποφασίσαμε να τον εκδικηθούμε, συμφωνήσαμε να του πετάξουμε τα κουπιά της βάρκας του στη θάλασσα ,αλλά και δεν θέλαμε να τα χάσει από το κύμα απομακρύνοντας τα . Γι΄αυτό πήγαμε βράδυ που δεν μας έβλεπε κανείς και γνωρίζαμε ότι ο Σπύρος είχε πάει για το σπίτι του. Δέσαμε τα κουπιά με σχοινί και βαριές πέτρες και τα πετάξαμε όσο βαθιά μπορούσαμε στη θάλασσα .Την άλλη μέρα το πρωί κατά τη συνήθειά  του ο μπάρμπα Σπύρος ακολούθησε το δρομολόγιό του, αλλά πριν φτάσει στη βάρκα του είδε ανοιχτά στη θάλασσα τα κουπιά. Παρέα του ήταν και ένας άλλος βαρκάρης, που θα πήγαιναν στην προβλήτα μαζί. Κοίτα λέει ο Σπύρος που δεν φαντάστηκε ότι ήταν τα δικά του κουπιά οι αχαΐρευτοι αφήνουν και δεν τα προσέχουν τα εργαλεία τους και τα παίρνει η θάλασσα. Μπαίνοντας όμως στη δική του βάρκα αναφώνησε <Αμάν τα δικά μου είναι>. Προσπαθούσε με ένα μεγάλο κοντάρι να τα φέρει κοντά αλλά αυτά δεμένα με τις πέτρες που να έρθουν. Ποίος είδε τον κύριο και δεν φοβήθηκε. Εμείς κρυμμένοι που να παρουσιαστούμε αν ήξερε ότι είμαστε εμείς θα μας πήγαινε στο λιμεναρχείο Σύρου. Ευτυχώς σήμερα μεγάλοι και μικροί αποφεύγουν τέτοιου είδους αστεία.Τα χρόνια πέρασαν, εκείνες οι βάρκες χάθηκαν, άλλες θαλασσοτσακίστηκαν σε βράχια, πιστές στο καθήκον τους σε ώρα εργασίας. Άλλες αφέθηκαν τα κουφάρια τους να σαπίζουν τις ακροθαλασσιές. Και οι άνθρωποι που τις είχαν γέρασαν και πέθαναν, και αυτός που τις έφτιαχνε και τις καλαφάτιζε, ο κυρ Στέφανος ο Μπισκιτζής. Τώρα βρίσκομαι στο λιμάνι και θαυμάζω εκατοντάδες βάρκες ερασιτεχνών πλαστικές με σύγχρονα εξωλέμβια, φουσκωτά γιότ, κοτεράκια ψαροκάικα και χίλια δύο. Εγώ όμως θα θυμάμαι εκείνες τις παλιές εργατικές βάρκες εκείνων των ανθρώπων. Εκεί που βγαίνουν και σήμερα ακόμη οι βάρκες όπως και τότε, σε μια γωνιά βρήκα ένα κομμάτι από παλιό ξύλο ξεθωριασμένο έγραφε το όνομα ΧΡΥΣΟΥΛΑ Λ .Ν .Ένιωσα συγκίνηση και μου θύμισε αυτή την ιστορία εκείνης της ωραίας εποχής

EMM. KΩΝ. ΒΙΛΛΑΝΤΩΝΗΣ

ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΥΡΤΙΔΙΩΤΙΣΣΑ ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΟΥ ΛΙΜΑΝΙΟΥ
ΠΡΟΣΤΑΤΙΔΑ ΤΩΝ ΨΑΡΑΔΩΝ
Δεν υπάρχει Ναξιώτης που να μην ξέρει το εκκλησάκι της Παναγιάς Μυρτιδιώτισσας, ένα μικρό γραφικό εκκλησάκι μέσα στο λιμάνι της Νάξου. Οι ξένοι επισκέπτες μας το θαυμάζουν και το τραβούν χιλιάδες φωτογραφίες.
Δεν υπάρχουν ακριβείς πληροφορίες για το πότε κτίστηκε το εκκλησάκι αυτό, όμως παλιές γκραβούρες του 1700 δείχνουν ότι υπάρχει στη θαλάσσια περιοχή, όπου βρίσκεται σήμερα. Η παράδοση θέλει ότι το έφτιαξαν ναυτικοί Τσιριγώτες (από τα Κύθηρα) μετά από την ανέλπιστη διάσωσή τους από μεγάλη κακοκαιρία. Είχαν βρεθεί έξω από το λιμάνι της Νάξου και δεχόντουσαν λυσσαλέα απανωτά χτυπήματα του Πουνέντε (Γαρμπή). Το καΐκι τους λαβωμένο και ακυβέρνητο μπήκε στο λιμάνι μας, λιμενοβραχίονας δεν υπήρχε, και ήταν τόση η μανία της θάλασσας που ήθελε να το τσακίσει στα βράχια του μικρού νησιού όπου έχει κτιστεί η εκκλησία. Οι λίγοι ψαράδες κοίταζαν με δέος και παρακαλούσαν για την σωτηρία τους χωρίς να μπορούν να προσφέρουν καμιά βοήθεια. Οι ναυτικοί μέσα στο καΐκι αγκαλιάστηκαν και συγχωρέθηκαν κλαίγοντας. Κάποιος πιστός θυμήθηκε την Παναγιά Μυρτιδιώτισσα που τιμούν και γιορτάζουν στην πατρίδα τους. Και ο καπετάνιος στο άκουσμα της φώναξε: “Κάνε το θαύμα σου Παναγιά Μυρτιδιώτισσα και εγώ θα σου φτιάξω το εκκλησάκι σου”. Το θαύμα έγινε και το καΐκι με μια θεία δύναμη έγειρε απαλά στην πλευρά της απάνεμης ακτής. Οι ναυτικοί ευχαρίστησαν την Παναγιά και ο καπετάνιος τήρησε την υπόσχεσή του φτιάχνοντας το εκκλησάκι της.
Οι Ναξιώτες λάτρεψαν την Παναγιά Μυρτιδιώτισσα και κάθε χρόνο εκατοντάδες τιμούν τη χάρη της. Οι άνθρωποι του λιμανιού, οι ψαράδες και οι βαρκάρηδες την προσέχουν και την συντηρούν πολλά χρόνια. Ο Γιώργος ο Στάης δεν είχε αφήσει ούτε μια μέρα το καντηλάκι της σβηστό. Σήμερα έχουν αναλάβει αυτό το έργο άλλοι πιστοί ψαράδες. Στα τελευταία χρόνια γίνονται πολλοί γάμοι και βαφτίσια και είναι κάτι το παραδοσιακό. Στις 23 και 24 έχουμε την γιορτή της  και η μεταφορά των πιστών πραγματοποιείται με το καΐκι του Παναγιώτη Πολυκρέτη.
Ας χαρίζει η χάρη της υγεία και σωτηρία σε όλους μας και στην πατρίδα μας.


ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ “ΟΙ ΒΑΡΚΑΡΗΔΕΣ”

Ο ΓΕΡΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΑΜΙ
Εκείνο το βράδυ έβρεχε ασταμάτητα, βροντές, αστραπές και κεραυνοί να πέφτουν ένα γύρο. Και η βάρκα μεσοπέλαγα, μισογεμάτη επιβάτες και εμπορεύματα. Και ο ταμίας των βαρκάρηδων όρθιος επάνω στη βάρκα να προσπαθεί να εντοπίσει το μαύρο όγκο του καραβιού. Ένας κεραυνός έπεσε δίπλα από τη βάρκα και τον ταμία και όπως ήταν όρθιος τα αέρια τον πέταξαν στη θάλασσα, αλλά ευτυχώς δεν έπαθε τίποτα. Τον έπιασαν και είχε το χέρι ψηλά για να μη βραχούν από τη θάλασσα τα 2-3 χάρτινα δεκάρικα που κρατούσε.
Οι άνθρωποι σ’ εκείνα τα παλιά καράβια ταξίδευαν οι πιο πολλοί σαν τα σκυλιά στο κατάστρωμα τυλιγμένοι και ξαπλωμένοι με κουβέρτες. Ένα τραγικό περιστατικό συνέβη με ένα ηλικιωμένο ζευγάρι. Ταξίδευαν με καιρό φορτωμένο, πάνω από οχτώ μποφόρ και κάπου εκεί στον Κάβο Ντόρο, ένα πελώριο κύμα πήρε τον γέρο με το χράμι που ήταν τυλιγμένος στο κατάστρωμα ενός παλιού καραβιού και τον πήρε η θάλασσα. Η γριά γυναίκα του να κλαίει και να οδύρεται και συνέχεια να λέει: “Πάει το χράμι μου που ήταν καινούργιο, κρίμα το χράμι μου!” και όχι τον άνδρα της που έχασε. (Κάπως έτσι γίνεται και σήμερα αλλά πιο κομψά και καλυμμένα.)
 
Ο ΣΑΝΤΟΡΙΝΙΟΣ ΓΙΓΑΝΤΑΣ
Υπήρχαν παρεξηγήσεις στο λιμάνι. Κάποτε ο πιο ερειστικός, ο Σπύρος Δεγαΐτας, παρεξηγήθηκε με ένα Σαντορινιό μέσα σε ένα καράβι. Ο Σαντορινιός, γίγαντας πραγματικά, κάνει μια με το χέρι του και ρίχνει το Σπύρο κάτω από ένα τραπέζι του πλοίου. Ο Βαγγελάκης Βιλαντώνης συνάδελφος του Σπύρου, αδύνατος αλλά μάγκας, λέει στο Σαντορινιό “Αμάν, χτύπησες το συνάδελφό μου; Τώρα θα πεθάνεις!”, αλλά προτού προλάβει να κάνει κάτι βρέθηκε και αυτός κάτω από το τραπέζι. Ο πατέρας μου, βαρκάρης και αυτός, βρισκόταν κάπου κοντά. “Κώστα, σώσε μας!” του φωνάζουν και οι δύο. Ο Σαντορινιός τον περίμενε με πιο άγριες διαθέσεις να του κάνει τα ίδια, οπότε ο πατέρας μου του λέει: “Καλά τους έκανες, πολύ καλά!” και του δίνει το χέρι αποφεύγοντας έτσι τα χειρότερα. Μετά που τον έβριζαν οι συνάδελφοι του που δεν τους υπερασπίστηκε γελώντας τους λέει “Δεν τον είδατε τον άνθρωπο; Δύο μέτρα ήταν. Τι θέλατε να βρεθώ και εγώ κάτω από το τραπέζι;”
 
ΟΙ ΚΟΤΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΚΟΚΟΡΙΑ
O Γεράσιμος Δεγάϊτας πουλούσε τα προϊόντα του στα καράβια και μέσα από τις βάρκες γινόταν το παζάρι. Μια φορά ο λογιστής του καραβιού “Κώστας Τόγιας” ήθελε να αγοράσει κότες να του κάνουν αυγά. Κεφαλλονίτης πονηρός ο λογιστής, ρωτάει τον Γεράσιμο πόσο έχουν και ο Γεράσιμος του λέει: “Οι κότες που κάνουν αυγά 35 δραχμές, και τα κοκόρια 25 δραχμές”. Ο Κεφαλλονίτης όμως ήθελε κότες να κάνουν αυγά, αλλά με την τιμή των κοκοριών. Με τα πολλά παζάρια έπεισε τον Γεράσιμο και του έκοψε τις 10 δραχμές, που ήταν μεγάλη υπόθεση τότε. Φεύγοντας το καράβι φωνάζει ο λογιστής στο Γεράσιμο: “Κορόιδο, σε γέλασα!”, οπότε ο Γεράσιμος, πανέξυπνος όπως ήταν στο εμπόριο, του φωνάζει και εκείνος:  “Και το πρωί θα ακούσεις!”. Δεν του έδωσε κότες, αλλά κοκόρια!.
 
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΗ “ΒΡΟΝΤΗ”
Αρκετοί ψαράδες για να πιάσουν ψάρια έριχναν δυναμίτες. Οι περισσότεροι από αυτούς είχαν πολλά παιδιά. Το λιμάνι μας εκείνη την εποχή είχε πολλά και μεγάλα ψάρια και ο κόσμος ήταν πολύ λίγος. Δεν έριχναν, όμως, εκεί δυναμίτες γιατί φοβόντουσαν το Λιμεναρχείο.
Κάποιος όμως, με πολλά παιδιά (φαμελίτης), στην απόγνωσή του, συνεννοήθηκε με τον καπετάνιο ενός καραβιού, μόλις έφθανε το πλοίο στο φανάρι θα σφύριζε και θα κρατούσε το σφύριγμα περισσότερο, ώστε να ρίχνει το δυναμίτη χωρίς να ακούγεται. Αυτό έγινε δύο-τρείς φορές με επιτυχία. Την τελευταία όμως φορά, όταν ο καπετάνιος τράβηξε το ξύλινο χερούλι, κόπηκε το σχοινάκι και του έμεινε το χερούλι στο χέρι χωρίς να σφυρίξει. Ο ψαράς νομίζοντας ότι θα σφυρίξει και αφού το καράβι βρισκόταν στην καθορισμένη θέση, έριξε το δυναμίτη. Μες στο καλοκαίρι ακούστηκε μια δυνατή βροντή, ο Λιμενάρχης που πήγαινε για το καράβι γυρίζει άγρια στον πρόεδρο των λεμβούχων και τον ρωτά: “Πρόεδρε τι ήταν αυτό;”. Ο πρόεδρος πανέξυπνος άνθρωπος και ο ίδιος, οικογενειάρχης, για να καλύψει τον ταλαίπωρο ψαρά, χωρίς να τα χάσει λέει: “Kύριε Λιμενάρχα, είναι μια καλοκαιρινή βροντή”.
Στο βιβλίο συμβάντων εκείνης της ημέρας και ώρας σημειώθηκε από μάρτυρες ότι ο μεγάλος θόρυβος ήταν μια καλοκαιρινή βροντή.
 
ΟΙ ΦΩΤΙΕΣ
Και στην Kατοχή οι Γερμανοί απαγόρευαν τους δυναμίτες και γενικά τα εκρηκτικά όχι γιατί τους ένοιαζε και τόσο η καταστροφή της θάλασσα, αλλά το σαμποτάζ εναντίον  τους για όσους τυχόν είχαν και εύρισκαν αυτά τα πράγματα.
Μια μέρα της κατοχής ο Νίκος Περιστεράκης και ο Βαγγέλης Μαρινάκης βρήκαν δυναμίτες και αποφάσισαν να πάνε για ψάρεμα. Τους δυναμίτες έκαναν μασούρια από 5 ή 10 κομμάτια, τους έβαζαν καψούλι και φυτίλι, το άναβαν και ανάλογα την ποσότητα ψαριών που εύρισκαν  έριχναν το μεγαλύτερο ή το μικρότερο μασούρι (ή φωτιά), όπως τη λένε οι ψαράδες.
Ξεκίνησαν λοιπόν και πήγαν παίρνοντας μαζί τους και τον μικρότερο τους Μανώλη Βελώνη. Πήγαν και βρήκαν κοπάδια ψάρια, έριξαν τη μια “φωτιά” και σκότωσαν πάρα πολλά  ψάρια, προσπάθησαν να ρίξουν και το άλλο μασούρι τους δυναμίτες  για να πιάσουν ακόμη περισσότερα, αλλά το φυτίλι δεν ήταν καλό και δεν πήρε. Πάντως και με αυτά που πιάσανε ήταν πολύ ευχαριστημένοι. Φοβόντουσαν όμως και τη γερμανική περίπολο που ήταν έξω από το λιμάνι. Λένε λοιπόν στον μικρότερο που είχαν πάρει μαζί τους: “Πρόσεχε, αν ρωτήσουν οι Γερμανοί πώς πιάσατε τα ψάρια, θα πεις ότι σε δίκτυα που τα αφήσαμε να ψαρέψουν και πάλι”.
Μόλις έφτασαν κοντά στο λιμάνι, να και τους σταματά η γερμανική περίπολος και ένας από αυτούς που ήξερε λίγο ελληνικά λέει: “Πολλά ψάρια, πάρα πολλά!”. Ενθουσιασμένος ο μικρός που είχαν μαζί τους, πετάγεται και λέει: “Και πού να άναβε και η άλλη φωτιά!”. Ευτυχώς που δεν είπε “δυναμίτες”. Ίσως το “φωτιά” να μη το γνώριζαν και έτσι γλύτωσαν .   

Δεν υπάρχουν σχόλια: