(Η ακόλουθη ιστορία βασίζεται σε ιστορικά γεγονότα. Το αρχειακό υλικό το έδωσε στο Γελωτοποιό η Ζωή Τζ. –μια φίλη από την Νάξο. Φυσικά ο Γελωτοποιός το τροποποίησε -κατά βούληση.)
Το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα η Νάξος ήταν ακόμα φραγκοκρατούμενη. Οι Ενετοί πλήρωναν φόρο υποτέλειας στους Οθωμανούς και καταδυνάστευαν τους ντόπιους. Η γη άνηκε σε Λατίνους φεουδάρχες και οι Έλληνες του νησιού ήταν ουσιαστικά δουλοπάροικοι (η ιστορία τείνει να επαναλαμβάνεται).
Οι ορθόδοξοι χριστιανοί βρίσκονταν σε συνεχή αντιπαράθεση με τους καθολικούς. Οι κάτοικοι είχαν επιπλέον να αντιμετωπίσουν και τις
επιδρομές των πειρατών, οι οποίοι αλώνιζαν τότε στη Μεσόγειο.
Άρχοντες του νησιού ήταν οι Κορονέλλοι και οι Μπαρότζοι. Οι πρώτοι είχαν έρθει από την Ισπανία, οι δεύτεροι κατάγονταν από τους Πατρίκιους της Βενετίας.
Ο Χρουσίνος Κορονέλλος ήταν πρόξενος της Γαλλίας και τοποτηρητής του Εβραίου δούκα. Ο Φραγκίσκος Μπαρότζης ήταν πλούσιος Λατίνος που έγινε πλουσιότερος όταν παντρεύτηκε την κόρη του Χρουσίνου.
Όπου όμως υπάρχει καταπίεση υπάρχουν και επαναστάτες.
Αυτό το ρόλο τον είχε αναλάβει ο Κωνσταντίνος Κόκκος, ο οποίος καταγόταν επίσης από τη Βενετία, αλλά είχε βαφτιστεί ορθόδοξος και προσπαθούσε να απαλλάξει το νησί από την τυραννία των φεουδαρχών. Πήγαινε από χωριό σε χωριό και καλούσε τους Έλληνες σε εξέγερση. Οι προύχοντες του νησιού έψαχναν τρόπο να τον βγάλουν από τη μέση.
Όπως ξέρουν όλοι, η εξουσία δεν έχει καθόλου φαντασία, έτσι οι προύχοντες χρησιμοποίησαν τον καλό παλιομοδίτικο τρόπο: Τη δολοφονία.
Αλλά από μια τέτοια ιστορία δε θα μπορούσε να λείπει και ένας ιππότης. Τέσσερις μέρες μετά τη δολοφονία του Κορονέλλου προσορμίστηκε φρεγάτα με τη σημαία του ιπποτικού τάγματος της Μελίτης. Η φρεγάτα ονομαζόταν «L’ Hirondelle» (Χελιδόνι). Κυβερνήτης της ήταν ο Γάλλος Ιωάννης Φραγκίσκος de Raimond, κόμης της Μοδένης.
Ο Ρεϋμόνδος βρέθηκε στο κάστρο της χήρας κι εκεί είδε τη θυγατέρα του δολοφονημένου, την «εκπάγλου ωραιότητας κόρη, με την απροσποίητη παρθενική αφέλεια και τα μαργαριταρένια δόντια» [sic], την Αικατερίνη Κορονέλλου.
Η αφελής παρθένος έκλαιγε με μαύρο δάκρυ για τον πατέρα της και έτσι κλαίουσα την αντίκρισε ο Ρεϋμόνδος και την ερωτεύτηκε σφόδρα. Αμέσως ζήτησε τη χείρα της δεσποσύνης (είναι ερωτικός λαός οι Γάλλοι), αλλά η χήρα του έθεσε έναν όρο: Να πάρει εκδίκηση για τον αδικοσκοτωμένο άντρα της. Ο Ρεϋμόνδος, ως ιππότης που ήταν, δέχτηκε.
Οι Κόκκοι, με το που έμαθαν για τον ερχομό του Χελιδονιού (που μόνο την άνοιξη δεν έφερνε), έτρεξαν να κρυφτούν στο μοναστήρι της Παναγίας της Υψηλοτέρας.
Αυτό το μοναστήρι ήταν οχυρωμένο σαν μικρό φρούριο. Γύρω του υπήρχε τείχος με σκοπευτικές θυρίδες. Μικρή, αλλά άπατη τάφρος ήταν σκαμμένη και μέσα σε αυτή ήταν στερεωμένα μυτερά παλούκια. Η ξύλινη γέφυρα, η οποία σηκωνόταν με αλυσίδες, απομόνωνε τη μονή.
Η μία και μοναδική πόρτα ήταν μικρή και φτιαγμένη από χοντρό ξύλο επικαλυμμένο με σιδερένια ελάσματα. Πάνω ακριβώς από την πόρτα υπήρχε η «ζεματίστρα». Αυτή ήταν μια μαρμάρινη πλάκα εξέχουσα, πάνω στην οποία οι πολιορκημένοι έριχναν από ψηλά καυτό λάδι. Με τη βοήθεια της «ζεματίστρας» αυτό πεταγόταν σε μεγάλη ακτίνα γύρω από την πόρτα τσουρουφλίζοντας τους πολιορκητές.
Αν κατάφερναν οι πορθητές να διαρρήξουν την πόρτα θα βρίσκονταν μέσα σε μια μακριά στοά. Κάτω από τα πόδια τους και στα πλαϊνά τοιχώματα υπήρχε μηχανισμός που εξακόντιζε βέλη. Κάθε βήμα σήμαινε σίγουρο θάνατο.
Τέλος το προαύλιο ήταν χτισμένο σαν ρωμαϊκή αρένα. Οι υπερασπιστές στέκονταν καλυμμένοι ψηλά, στα τέσσερα μέτρα, και οι εισβολείς βρίσκονταν εγκλωβισμένοι στην παγίδα.
Ο Ρεϋμόνδος, με εξήντα ιππότες, πενήντα καθολικούς Αξιώτες και ένα κανόνι, ξεκίνησε για τη μονή. Την επομένη, Δευτέρα, επιτέθηκε λίγο πριν ξημερώσει. Μέχρι το μεσημέρι είχαν σκοτωθεί τέσσερις άντρες του και είχαν τραυματιστεί –κυρίως εγκαύματα- άλλοι οκτώ. Οι Κόκκοι στις επάλξεις έβριζαν και έδειχναν τους τριχωτούς τους κώλους.
Ο κόμης της Μοδένης δεν αποθαρρύνθηκε. Έστησε μια τέντα έξω από τη μονή και ξεκίνησε να παίζει το μαντολίνο του. Κάποιοι λένε ότι ο Ρεϋμόνδος ήταν τόσο κακόφωνος που οι Κόκκοι αναγκάστηκαν να το σκάσουν, αλλά αυτό είναι ανεπιβεβαίωτο.
Το βέβαιο είναι ότι οι Κόκκοι την επόμενη μέρα, Τρίτη προς Τετάρτη, μάζεψαν τα πράγματα τους και διέφυγαν –από μυστικό πέρασμα- στα βουνά.
Το πρωί οι καλόγριες άνοιξαν την πύλη και οι Λατίνοι λεηλάτησαν τα πάντα. Ιερά σκεύη, αγιογραφίες, άμφια, ρούχα, ακόμα και τα πρόβατα της μονής. (Το πλιάτσικο ήταν κάτι που συνήθιζαν οι ευγενείς ιππότες).
Μπαίνοντας ο Ραϋμόνδος στον ναΐσκο της μονής ανακάλυψε ένα βρέφος μέσα στο λίκνο του. Οι Κόκκοι το είχαν εγκαταλείψει!
Ποίος, όμως, ήταν ο λόγος αυτής της εγκατάλειψης; Ο Κάρολος Χοπφ στα Βενετο-Βυζαντινά Ανάλεκτα (Βιέννη 1859) υποστηρίζει ότι οι Κόκκοι φοβόντουσαν μήπως το βρέφος τους προδώσει κατά την νυχτερινή τους έξοδο. Έτσι το άφησαν να κοιμάται στην κούνια, ελπίζοντας ότι κανείς χριστιανός δε θα δολοφονούσε ένα αθώο βρέφος.
Ο Ιησουίτης Ιγνάτιος Λίχτε από την άλλη πιστεύει ότι το μωρό δεν ήταν των Κόκκων, αλλά νόθο τέκνο κάποιας μοναχής. Η μοναχή, ασφαλώς, δεν μπορούσε να διαμαρτυρηθεί όταν της πήραν το παιδί της.
Τέλος, ο γνωστός –και είρωνας- ενετοδίφης Σέξτος Εμπειρικός θεωρεί ότι το μωρό όντως ήταν των Κόκκων, αλλά μέσα στην αναμπουμπούλα απλά το ξέχασαν.
Αυτό που γνωρίζουμε με βεβαιότητα είναι ότι ο Ρεϋμόνδος πήρε το βρέφος και το έδωσε στην Κασσιανή Κορονέλλου, ως αντάλλαγμα για την εκπάγλου ωραιότητας Αικατερίνη. Η χήρα δεν σκότωσε το μωρό, αλλά το ανέθρεψε ως κόρη της, με την Καθολική πίστη.
Ο Ρεϋμόνδος κυνήγησε τους Κόκκους στα βουνά για αρκετό καιρό, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Μετά επέστρεψε στη Χώρα και τρελός από έρωτα παράτησε τη διοίκηση της φρεγάτας του. Εγκατέλειψε και το ιπποτικό τάγμα των Μελίτων και στις 11 Οκτωβρίου του 1690, παντρεύτηκε την Αικατερίνη Κορονέλλου. Έκαναν πέντε παιδιά και πέντε κορίτσια (δέκα τέκνα στο σύνολο).
Η ιστορία όμως δεν τελειώνει εκεί. Το εγκαταλειμμένο βρέφος το βάφτισαν Αννούσα. Όταν η Αννούσα ήταν τεσσάρων χρονών η μητριά της την αρραβώνιασε με τον Τζαμπατή Μπαρότζη, το γιο του ανθρώπου που είχε σκοτώσει τον Κόκκο. Υπογράφτηκε και προικοσύμφωνο το οποίο έθετε έναν μοναδικό όρο: Κανείς από τους αρραβωνιασμένους δεν έπρεπε να χάσει την παρθενιά του πριν από το γάμο: Ούτε η Αννούσα ούτε ο Τζαμπατής! Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο τότε το συμβόλαιο και ο αρραβώνας θα θεωρούνταν άκυρα.
Εντωμεταξύ ο Βενετός ναύαρχος παρενέβη και οι Κόκκοι μπόρεσαν να γυρίσουν στην περιουσία τους. Μόλις βρέθηκαν πίσω η Κόκκενα, η χήρα του Κωνσταντίνου Κόκκου, πήγε και ζήτησε πίσω το παιδί της. Όμως η Κορονέλλου αρνιόταν να δώσει την Αννούσα.
Η Κόκκενα ζήτησε τη διαμεσολάβηση του Λατίνου μητροπολίτη. Εκείνος, ως άλλος Σολομώντας, έδεσε τα μάτια της πεντάχρονης Αννούσας και της είπε να πάει στη μητέρα της. Η μικρή άκουσε τις φωνές των δύο γυναικών και αγκάλιασε τη φυσική της μητέρα.
Ο μητροπολίτης Πόλλας μίλησε τότε για το θηλυκό κούκο που γεννάει τα αυγά του σε φωλιές άλλων πουλιών και αφήνει τους ανάδοχους γονείς να το μεγαλώσουν. Ο μικρός κούκος όμως ποτέ δεν ξεχνάει ότι είναι κούκος, «όπως ο χριστιανός ποτέ δεν ξεχνάει ότι είναι χριστιανός» [sic] και μπορεί να αναγνωρίσει τη φωνή της κούκισσας ανάμεσα στα άλλα πουλιά.
Έτσι η Κόκκενα πήρε πίσω το παιδί της και μείνανε στον Πύργο τους (Κάτω Ποταμιά). Όμως το συμβόλαιο και ο αρραβώνας δεν μπορούσε να ματαιωθεί! Η Κόκκενα έκανε ό,τι μπορούσε, έφτασε μέχρι και στον Πάπα, όμως δεν κατάφερε τίποτα. Μόνη της σωτηρία ήταν να αθετήσει η Αννούσα τον όρκο παρθενιάς.
Έτσι περίμενε μέχρι που η Αννούσα θα είχε τα πρώτα της έμμηνα για να τη βάλει με το ζόρι να απωλέσει ό,τι πολυτιμότερο είχε (που στη συγκεκριμένη περίπτωση θα ήταν η ψυχική της υγεία).
Επιπροσθέτως, όλα αυτά τα χρόνια η μάνα κοίμιζε την Αννούσα με την ιστορία της δολοφονίας του πατέρα της –του Κόκκου- από τους διαβολικούς Μπαρότζηδες. Έτσι η καρδιά της Αννούσας γέμισε μίσος.
Όταν, όμως, ο άνθρωπος κάνει σχέδια ο θεός γελά.
Στα δεκατρία της χρόνια η Αννούσα έγινε γυναίκα. Ενώ η μητέρα της έψαχνε για τον κατάλληλο διακορευτή, η Αννούσα βγήκε περίπατο στον ελαιώνα (Ποταμιά). Εκεί συνάντησε έναν νεαρό και αμέσως τον ερωτεύτηκε. Για ένα μήνα συναντιόντουσαν κρυφά κάτω από το φεγγαρόφωτο και, όταν ήταν νέα σελήνη, συνέβη το «αναπόφευκτο».
Όπως θα έχετε υποψιαστεί ο νεαρός ήταν ο Τζαμπατής Μπαρότζης. Αυτή η εξέλιξη βόλευε την Κόκκενα, γιατί ο όρος παρθενίας είχε αθετηθεί, οπότε και ο αρραβώνας θεωρήθηκε άκυρος.
Όμως η Αννούσα ήταν ερωτευμένη. Λίγες μέρες μετά κλέφτηκε με τον Τζαμπατή και πήγαν να ζήσουν στον πύργο τους στο Χαλκί. Από τότε ο πύργος ονομάζεται: Πύργος της Αννούσας.
Η Κόκκενα αρνήθηκε να παραστεί στο γάμο των νεαρών. Έτσι την νύφη παρέδωσε η πρώην μητριά της, η Κασσιανή Κορονέλλου.
Μετά από αυτόν το γάμο η ειρήνη αποκαταστήθηκε ανάμεσα στις δύο οικογένειες και λίγο καιρό μετά, οι δύο Εκκλησίες, ορθόδοξη και καθολική, ήρθαν σε συμφωνία, τερματίζοντας τον πόλεμο που ξεκίνησε με τη δολοφονία του Κωνσταντίνου Κόκκου από το Φραγκίσκο Μπαρότζη και τέλειωσε με το γάμο της Αννούσας Κόκκου και του Τζαμπάτη Μπαρότζη.
(Όλοι οι πίνακες που συνοδεύουν αυτό το κείμενο είναι της Νέλλης -«Nelly’s SecretGarden».
Οι ορθόδοξοι χριστιανοί βρίσκονταν σε συνεχή αντιπαράθεση με τους καθολικούς. Οι κάτοικοι είχαν επιπλέον να αντιμετωπίσουν και τις
επιδρομές των πειρατών, οι οποίοι αλώνιζαν τότε στη Μεσόγειο.
Άρχοντες του νησιού ήταν οι Κορονέλλοι και οι Μπαρότζοι. Οι πρώτοι είχαν έρθει από την Ισπανία, οι δεύτεροι κατάγονταν από τους Πατρίκιους της Βενετίας.
Ο Χρουσίνος Κορονέλλος ήταν πρόξενος της Γαλλίας και τοποτηρητής του Εβραίου δούκα. Ο Φραγκίσκος Μπαρότζης ήταν πλούσιος Λατίνος που έγινε πλουσιότερος όταν παντρεύτηκε την κόρη του Χρουσίνου.
Όπου όμως υπάρχει καταπίεση υπάρχουν και επαναστάτες.
Αυτό το ρόλο τον είχε αναλάβει ο Κωνσταντίνος Κόκκος, ο οποίος καταγόταν επίσης από τη Βενετία, αλλά είχε βαφτιστεί ορθόδοξος και προσπαθούσε να απαλλάξει το νησί από την τυραννία των φεουδαρχών. Πήγαινε από χωριό σε χωριό και καλούσε τους Έλληνες σε εξέγερση. Οι προύχοντες του νησιού έψαχναν τρόπο να τον βγάλουν από τη μέση.
Όπως ξέρουν όλοι, η εξουσία δεν έχει καθόλου φαντασία, έτσι οι προύχοντες χρησιμοποίησαν τον καλό παλιομοδίτικο τρόπο: Τη δολοφονία.
Η ιστορία μας αρχίζει το απόγευμα της Μεγάλης Τρίτης, στις 22 Μαρτίου του 1687. Οι ορθόδοξοι κάτοικοι της συνοικίας Νεοχωρίου βρίσκονταν στην εκκλησία. Στη μέση της λειτουργίας ένα παιδί μπήκε στο ναό και φώναξε ότι είχαν σκοτώσει κάποιον. Πρώτος έτρεξε ο παπάς, κρατώντας ψηλά τα ράσα του. Το ποίμνιο τον ακολούθησε και βρήκαν τον «Κάποιο» κατακρεουργημένο.
Ήταν αδύνατο να ξεχωρίσεις τα πόδια και τα χέρια από το υπόλοιπο σώμα. Το πρόσωπο του είχε διαλυθεί. Είχε γίνει μια άμορφη μάζα από αίμα, σάρκα και θρυμματισμένα κοκάλα.
Ήταν τέτοια η παραμόρφωση που οι πιστοί πίστεψαν αρχικά ότι κάποιος δαίμονας ή και ο ίδιος ο Οξαποδώ είχε σκοτώσει τον «Κάποιο».
Μέχρι που κάποιος κάτοικος βρήκε παραδίπλα ένα μαύρο άλογο που πάλευε να σταθεί στα πόδια του, δίχως επιτυχία, αφού ένα βόλι του είχε τρυπήσει το δεξί μηρό. Στη ράχη του αλόγου, το οικόσημο των Κόκκων, ματωμένο και σκονισμένο φανέρωνε την αλήθεια.
Αμέσως οι γυναίκες ξέσπασαν σε θρήνο, ενώ οι άντρες έσφιξαν τις γροθιές τους.
Όπως έγινε γνωστό αργότερα τον Κωνσταντίνο Κόκκο τον παραμόνευαν, στο δρόμο προς τον πύργο του, ο Φραγκίσκος Μπαρότζης με εφτά παλικαράδες. Οι παλικαράδες, όπως συνηθίζουν, τον πυροβόλησαν κρυμμένοι πίσω από τους θάμνους. Τα πρώτα βόλια βρήκαν τον Κόκκο στο στήθος, αλλά αυτός κρατήθηκε όρθιος. Έπειτα σκοπεύσανε το άλογο του και ο καβαλάρης βρέθηκε στο έδαφος.
Οι συνωμότες επιτέθηκαν τότε με αξίνες και τσεκούρια.
Εκείνος πρόλαβε μόνο να πει: «Τι άδικο έκανα;»
(Ίσως το ίδιο να είχε σκεφτεί και ο Λαμπράκης και όλοι όσοι δολοφονήθηκαν επειδή πολεμούσαν την αδικία.)
Τον χτυπούσαν μέχρι που του έσπασαν κάθε κόκαλο.
Την επομένη κιόλας οι ορθόδοξοι έστειλαν επιστολή στο ναύαρχο της Βενετικής δημοκρατίας γυρεύοντας δικαιοσύνη. Οι Κόκκοι, για τον ίδιο λόγο, πήγαν στην Ίο, όπου ήταν αγκυροβολημένος ο βρετανικός στόλος. Ο Μπαρότζης όμως απόφυγε οποιαδήποτε κατηγορία δίνοντας πολλά λεφτά στους Βενετούς. Οι γιοι του Κόκκου, τότε, ορκίστηκαν να μην ησυχάσουν αν δεν πάρουν εκδίκηση.
Ήταν αδύνατο να ξεχωρίσεις τα πόδια και τα χέρια από το υπόλοιπο σώμα. Το πρόσωπο του είχε διαλυθεί. Είχε γίνει μια άμορφη μάζα από αίμα, σάρκα και θρυμματισμένα κοκάλα.
Ήταν τέτοια η παραμόρφωση που οι πιστοί πίστεψαν αρχικά ότι κάποιος δαίμονας ή και ο ίδιος ο Οξαποδώ είχε σκοτώσει τον «Κάποιο».
Μέχρι που κάποιος κάτοικος βρήκε παραδίπλα ένα μαύρο άλογο που πάλευε να σταθεί στα πόδια του, δίχως επιτυχία, αφού ένα βόλι του είχε τρυπήσει το δεξί μηρό. Στη ράχη του αλόγου, το οικόσημο των Κόκκων, ματωμένο και σκονισμένο φανέρωνε την αλήθεια.
Αμέσως οι γυναίκες ξέσπασαν σε θρήνο, ενώ οι άντρες έσφιξαν τις γροθιές τους.
Όπως έγινε γνωστό αργότερα τον Κωνσταντίνο Κόκκο τον παραμόνευαν, στο δρόμο προς τον πύργο του, ο Φραγκίσκος Μπαρότζης με εφτά παλικαράδες. Οι παλικαράδες, όπως συνηθίζουν, τον πυροβόλησαν κρυμμένοι πίσω από τους θάμνους. Τα πρώτα βόλια βρήκαν τον Κόκκο στο στήθος, αλλά αυτός κρατήθηκε όρθιος. Έπειτα σκοπεύσανε το άλογο του και ο καβαλάρης βρέθηκε στο έδαφος.
Οι συνωμότες επιτέθηκαν τότε με αξίνες και τσεκούρια.
Εκείνος πρόλαβε μόνο να πει: «Τι άδικο έκανα;»
(Ίσως το ίδιο να είχε σκεφτεί και ο Λαμπράκης και όλοι όσοι δολοφονήθηκαν επειδή πολεμούσαν την αδικία.)
Τον χτυπούσαν μέχρι που του έσπασαν κάθε κόκαλο.
Την επομένη κιόλας οι ορθόδοξοι έστειλαν επιστολή στο ναύαρχο της Βενετικής δημοκρατίας γυρεύοντας δικαιοσύνη. Οι Κόκκοι, για τον ίδιο λόγο, πήγαν στην Ίο, όπου ήταν αγκυροβολημένος ο βρετανικός στόλος. Ο Μπαρότζης όμως απόφυγε οποιαδήποτε κατηγορία δίνοντας πολλά λεφτά στους Βενετούς. Οι γιοι του Κόκκου, τότε, ορκίστηκαν να μην ησυχάσουν αν δεν πάρουν εκδίκηση.
Δύο χρόνια αργότερα, στις 24 Ιουλίου του 1689, ο Χρουσίνος Κορονέλλος –πεθερός του Μπαρότζη και ηθικός αυτουργός της δολοφονίας του Κόκκου- ξεκίνησε από το κτήμα μαζί με τον υπηρέτη του και έναν φίλο του. Στο δρόμο τους επιτέθηκαν οι γιοι του Κόκκου και τους σκότωσαν και τους τρεις. Σαν το έμαθε η χήρα –πλέον- του Κορονέλλου, ζήτησε με τη σειρά της εκδίκηση.
Αλλά από μια τέτοια ιστορία δε θα μπορούσε να λείπει και ένας ιππότης. Τέσσερις μέρες μετά τη δολοφονία του Κορονέλλου προσορμίστηκε φρεγάτα με τη σημαία του ιπποτικού τάγματος της Μελίτης. Η φρεγάτα ονομαζόταν «L’ Hirondelle» (Χελιδόνι). Κυβερνήτης της ήταν ο Γάλλος Ιωάννης Φραγκίσκος de Raimond, κόμης της Μοδένης.
Ο Ρεϋμόνδος βρέθηκε στο κάστρο της χήρας κι εκεί είδε τη θυγατέρα του δολοφονημένου, την «εκπάγλου ωραιότητας κόρη, με την απροσποίητη παρθενική αφέλεια και τα μαργαριταρένια δόντια» [sic], την Αικατερίνη Κορονέλλου.
Η αφελής παρθένος έκλαιγε με μαύρο δάκρυ για τον πατέρα της και έτσι κλαίουσα την αντίκρισε ο Ρεϋμόνδος και την ερωτεύτηκε σφόδρα. Αμέσως ζήτησε τη χείρα της δεσποσύνης (είναι ερωτικός λαός οι Γάλλοι), αλλά η χήρα του έθεσε έναν όρο: Να πάρει εκδίκηση για τον αδικοσκοτωμένο άντρα της. Ο Ρεϋμόνδος, ως ιππότης που ήταν, δέχτηκε.
Οι Κόκκοι, με το που έμαθαν για τον ερχομό του Χελιδονιού (που μόνο την άνοιξη δεν έφερνε), έτρεξαν να κρυφτούν στο μοναστήρι της Παναγίας της Υψηλοτέρας.
Αυτό το μοναστήρι ήταν οχυρωμένο σαν μικρό φρούριο. Γύρω του υπήρχε τείχος με σκοπευτικές θυρίδες. Μικρή, αλλά άπατη τάφρος ήταν σκαμμένη και μέσα σε αυτή ήταν στερεωμένα μυτερά παλούκια. Η ξύλινη γέφυρα, η οποία σηκωνόταν με αλυσίδες, απομόνωνε τη μονή.
Η μία και μοναδική πόρτα ήταν μικρή και φτιαγμένη από χοντρό ξύλο επικαλυμμένο με σιδερένια ελάσματα. Πάνω ακριβώς από την πόρτα υπήρχε η «ζεματίστρα». Αυτή ήταν μια μαρμάρινη πλάκα εξέχουσα, πάνω στην οποία οι πολιορκημένοι έριχναν από ψηλά καυτό λάδι. Με τη βοήθεια της «ζεματίστρας» αυτό πεταγόταν σε μεγάλη ακτίνα γύρω από την πόρτα τσουρουφλίζοντας τους πολιορκητές.
Αν κατάφερναν οι πορθητές να διαρρήξουν την πόρτα θα βρίσκονταν μέσα σε μια μακριά στοά. Κάτω από τα πόδια τους και στα πλαϊνά τοιχώματα υπήρχε μηχανισμός που εξακόντιζε βέλη. Κάθε βήμα σήμαινε σίγουρο θάνατο.
Τέλος το προαύλιο ήταν χτισμένο σαν ρωμαϊκή αρένα. Οι υπερασπιστές στέκονταν καλυμμένοι ψηλά, στα τέσσερα μέτρα, και οι εισβολείς βρίσκονταν εγκλωβισμένοι στην παγίδα.
Ο Ρεϋμόνδος, με εξήντα ιππότες, πενήντα καθολικούς Αξιώτες και ένα κανόνι, ξεκίνησε για τη μονή. Την επομένη, Δευτέρα, επιτέθηκε λίγο πριν ξημερώσει. Μέχρι το μεσημέρι είχαν σκοτωθεί τέσσερις άντρες του και είχαν τραυματιστεί –κυρίως εγκαύματα- άλλοι οκτώ. Οι Κόκκοι στις επάλξεις έβριζαν και έδειχναν τους τριχωτούς τους κώλους.
Ο κόμης της Μοδένης δεν αποθαρρύνθηκε. Έστησε μια τέντα έξω από τη μονή και ξεκίνησε να παίζει το μαντολίνο του. Κάποιοι λένε ότι ο Ρεϋμόνδος ήταν τόσο κακόφωνος που οι Κόκκοι αναγκάστηκαν να το σκάσουν, αλλά αυτό είναι ανεπιβεβαίωτο.
Το βέβαιο είναι ότι οι Κόκκοι την επόμενη μέρα, Τρίτη προς Τετάρτη, μάζεψαν τα πράγματα τους και διέφυγαν –από μυστικό πέρασμα- στα βουνά.
Το πρωί οι καλόγριες άνοιξαν την πύλη και οι Λατίνοι λεηλάτησαν τα πάντα. Ιερά σκεύη, αγιογραφίες, άμφια, ρούχα, ακόμα και τα πρόβατα της μονής. (Το πλιάτσικο ήταν κάτι που συνήθιζαν οι ευγενείς ιππότες).
Μπαίνοντας ο Ραϋμόνδος στον ναΐσκο της μονής ανακάλυψε ένα βρέφος μέσα στο λίκνο του. Οι Κόκκοι το είχαν εγκαταλείψει!
Ποίος, όμως, ήταν ο λόγος αυτής της εγκατάλειψης; Ο Κάρολος Χοπφ στα Βενετο-Βυζαντινά Ανάλεκτα (Βιέννη 1859) υποστηρίζει ότι οι Κόκκοι φοβόντουσαν μήπως το βρέφος τους προδώσει κατά την νυχτερινή τους έξοδο. Έτσι το άφησαν να κοιμάται στην κούνια, ελπίζοντας ότι κανείς χριστιανός δε θα δολοφονούσε ένα αθώο βρέφος.
Ο Ιησουίτης Ιγνάτιος Λίχτε από την άλλη πιστεύει ότι το μωρό δεν ήταν των Κόκκων, αλλά νόθο τέκνο κάποιας μοναχής. Η μοναχή, ασφαλώς, δεν μπορούσε να διαμαρτυρηθεί όταν της πήραν το παιδί της.
Τέλος, ο γνωστός –και είρωνας- ενετοδίφης Σέξτος Εμπειρικός θεωρεί ότι το μωρό όντως ήταν των Κόκκων, αλλά μέσα στην αναμπουμπούλα απλά το ξέχασαν.
Αυτό που γνωρίζουμε με βεβαιότητα είναι ότι ο Ρεϋμόνδος πήρε το βρέφος και το έδωσε στην Κασσιανή Κορονέλλου, ως αντάλλαγμα για την εκπάγλου ωραιότητας Αικατερίνη. Η χήρα δεν σκότωσε το μωρό, αλλά το ανέθρεψε ως κόρη της, με την Καθολική πίστη.
Ο Ρεϋμόνδος κυνήγησε τους Κόκκους στα βουνά για αρκετό καιρό, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Μετά επέστρεψε στη Χώρα και τρελός από έρωτα παράτησε τη διοίκηση της φρεγάτας του. Εγκατέλειψε και το ιπποτικό τάγμα των Μελίτων και στις 11 Οκτωβρίου του 1690, παντρεύτηκε την Αικατερίνη Κορονέλλου. Έκαναν πέντε παιδιά και πέντε κορίτσια (δέκα τέκνα στο σύνολο).
Η ιστορία όμως δεν τελειώνει εκεί. Το εγκαταλειμμένο βρέφος το βάφτισαν Αννούσα. Όταν η Αννούσα ήταν τεσσάρων χρονών η μητριά της την αρραβώνιασε με τον Τζαμπατή Μπαρότζη, το γιο του ανθρώπου που είχε σκοτώσει τον Κόκκο. Υπογράφτηκε και προικοσύμφωνο το οποίο έθετε έναν μοναδικό όρο: Κανείς από τους αρραβωνιασμένους δεν έπρεπε να χάσει την παρθενιά του πριν από το γάμο: Ούτε η Αννούσα ούτε ο Τζαμπατής! Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο τότε το συμβόλαιο και ο αρραβώνας θα θεωρούνταν άκυρα.
Εντωμεταξύ ο Βενετός ναύαρχος παρενέβη και οι Κόκκοι μπόρεσαν να γυρίσουν στην περιουσία τους. Μόλις βρέθηκαν πίσω η Κόκκενα, η χήρα του Κωνσταντίνου Κόκκου, πήγε και ζήτησε πίσω το παιδί της. Όμως η Κορονέλλου αρνιόταν να δώσει την Αννούσα.
Η Κόκκενα ζήτησε τη διαμεσολάβηση του Λατίνου μητροπολίτη. Εκείνος, ως άλλος Σολομώντας, έδεσε τα μάτια της πεντάχρονης Αννούσας και της είπε να πάει στη μητέρα της. Η μικρή άκουσε τις φωνές των δύο γυναικών και αγκάλιασε τη φυσική της μητέρα.
Ο μητροπολίτης Πόλλας μίλησε τότε για το θηλυκό κούκο που γεννάει τα αυγά του σε φωλιές άλλων πουλιών και αφήνει τους ανάδοχους γονείς να το μεγαλώσουν. Ο μικρός κούκος όμως ποτέ δεν ξεχνάει ότι είναι κούκος, «όπως ο χριστιανός ποτέ δεν ξεχνάει ότι είναι χριστιανός» [sic] και μπορεί να αναγνωρίσει τη φωνή της κούκισσας ανάμεσα στα άλλα πουλιά.
Έτσι η Κόκκενα πήρε πίσω το παιδί της και μείνανε στον Πύργο τους (Κάτω Ποταμιά). Όμως το συμβόλαιο και ο αρραβώνας δεν μπορούσε να ματαιωθεί! Η Κόκκενα έκανε ό,τι μπορούσε, έφτασε μέχρι και στον Πάπα, όμως δεν κατάφερε τίποτα. Μόνη της σωτηρία ήταν να αθετήσει η Αννούσα τον όρκο παρθενιάς.
Έτσι περίμενε μέχρι που η Αννούσα θα είχε τα πρώτα της έμμηνα για να τη βάλει με το ζόρι να απωλέσει ό,τι πολυτιμότερο είχε (που στη συγκεκριμένη περίπτωση θα ήταν η ψυχική της υγεία).
Επιπροσθέτως, όλα αυτά τα χρόνια η μάνα κοίμιζε την Αννούσα με την ιστορία της δολοφονίας του πατέρα της –του Κόκκου- από τους διαβολικούς Μπαρότζηδες. Έτσι η καρδιά της Αννούσας γέμισε μίσος.
Όταν, όμως, ο άνθρωπος κάνει σχέδια ο θεός γελά.
Στα δεκατρία της χρόνια η Αννούσα έγινε γυναίκα. Ενώ η μητέρα της έψαχνε για τον κατάλληλο διακορευτή, η Αννούσα βγήκε περίπατο στον ελαιώνα (Ποταμιά). Εκεί συνάντησε έναν νεαρό και αμέσως τον ερωτεύτηκε. Για ένα μήνα συναντιόντουσαν κρυφά κάτω από το φεγγαρόφωτο και, όταν ήταν νέα σελήνη, συνέβη το «αναπόφευκτο».
Όπως θα έχετε υποψιαστεί ο νεαρός ήταν ο Τζαμπατής Μπαρότζης. Αυτή η εξέλιξη βόλευε την Κόκκενα, γιατί ο όρος παρθενίας είχε αθετηθεί, οπότε και ο αρραβώνας θεωρήθηκε άκυρος.
Όμως η Αννούσα ήταν ερωτευμένη. Λίγες μέρες μετά κλέφτηκε με τον Τζαμπατή και πήγαν να ζήσουν στον πύργο τους στο Χαλκί. Από τότε ο πύργος ονομάζεται: Πύργος της Αννούσας.
Η Κόκκενα αρνήθηκε να παραστεί στο γάμο των νεαρών. Έτσι την νύφη παρέδωσε η πρώην μητριά της, η Κασσιανή Κορονέλλου.
Μετά από αυτόν το γάμο η ειρήνη αποκαταστήθηκε ανάμεσα στις δύο οικογένειες και λίγο καιρό μετά, οι δύο Εκκλησίες, ορθόδοξη και καθολική, ήρθαν σε συμφωνία, τερματίζοντας τον πόλεμο που ξεκίνησε με τη δολοφονία του Κωνσταντίνου Κόκκου από το Φραγκίσκο Μπαρότζη και τέλειωσε με το γάμο της Αννούσας Κόκκου και του Τζαμπάτη Μπαρότζη.
(Όλοι οι πίνακες που συνοδεύουν αυτό το κείμενο είναι της Νέλλης -«Nelly’s SecretGarden».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου