Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2013

ΔΥΟ ΟΜΟΡΦΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ: Η ΒΑΡΚΑ ΜΑΣ και Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΣΤΡΑΤΗΣ


απο το ΜΑΝΩΛΗ Κ. ΒΙΛΑΝΤΩΝΗ

Η ΒΑΡΚΑ ΜΑΣ
Παιδιά ψαράδων ο ξάδελφος μου κι εγώ. Αγαπούσαμε το ψάρεμα και τη θάλασσα και είχαμε συνεταιρικά μια ερασιτεχνική βάρκα.
Η τελευταία βάρκα που αγοράσαμε ήταν μια Σαμιώτικια, έξι μέτρα και την είχαμε για πολλά χρόνια. Την αγαπήσαμε γιατί ήταν ένα ωραίο καλοτάξιδο και γερό σκαρί. Πολλές χαρές και αγωνίες μας
είχε χαρίσει πηγαίνοντας μαζί της για ψάρεμα με δίχτυα, παραγάδια, τραβώντας καθετί ή μπρακαρόλα για χταπόδια.
 Μια φορά σηκώνοντας το παραγάδι, μια μεγάλη φώκια μας έτρωγε τα ψάρια και ήταν δυο μέτρα κοντά μας. Τη φοβερίσαμε να φύγει,
αλλά εκείνη μας κοίταξε άγρια και ήταν σαν να μας έλεγε: “Εσείς τι θέλετε στα δικά μου χωράφια;”.Αρκετές φορές ο καιρός φρεσκάριζε, μα η βάρκα μας παιχνιδιάρα με τα κύματα, ταξίδευε και με ασφάλεια μας γύριζε στο λιμάνι μας. “Άγιος Νικόλαος” ήταν το όνομά της και ήταν ένα ξεχωριστό στολίδι ανάμεσα στις άλλες βάρκες. Όμως εκείνη η μεγάλη κακοκαιρία που χάλασε το λιμάνι μας έπληξε και τη δική μας βάρκα, τη βούλιαξε και την τράνταξε με αποτέλεσμα να την ανοίξει σε πολλά σημεία. Έτσι πληγωμένη τη βγάλαμε στη στεριά και με την ελπίδα ότι ίσως την επισκευάσουμε.

Μετά από λίγο διάστημα για οικογενειακούς λόγους υποχρεώθηκα και έμενα στην Αθήνα. Ήταν Χριστούγεννα που με πήρε τηλέφωνο ο ξάδελφος μου και μου είπε ότι τη βάρκα την έδωσε σε ένα σύμβουλο του Δήμου Γαλατσίου και ήδη την έχουν στολίσει και είναι στη λεωφόρο Τραλλέων και Βεΐκου στο Γαλάτσι, ένα χιλιόμετρο μακριά από εκεί που έμενα.

Ένα απόγευμα με τα πόδια και φορτισμένος με μεγάλη συγκίνηση πήγα να τη δώ. Την αντίκρισα στο πεζοδρόμιο επί της λεωφόρου Βεΐκου με εκατοντάδες ανθρώπων να τη βλέπουν και να τη φωτογραφίζουν. Kαι αυτή στολισμένη με πολλά πολύχρωμα φωτάκια να αναβοσβήνουν σε πολλά χρώματα.

Έφτασα κοντά της και μου φάνηκε έξω από τα νερά της, αξιολύπητη και σαν να μου έλεγε: “Εγώ μια βάρκα περήφανη και ταξιδιάρικη, που όργωνα τη θάλασσα, και τώρα μακριά της να γίνομαι δημόσιο θέαμα!”, όπως το λιοντάρι στο κλουβί μακριά από το φυσικό του περιβάλλον.

Με αίσθημα ενοχής και με ένα δάκρυ να κυλάει από το πρόσωπό μου έκανα μεταβολή. Θυμήθηκα τον επαγγελματία ψαρά πατέρα μου, που αγαπούσε και πρόσεχε τις βάρκες του. Με αυτές ζούσε και έτρεφε την οικογένειά του. Μια βάρκα την εποχή εκείνη έκανε 10.000 δρχ. όσο ένα οικόπεδο και ακριβότερα. Μια βάρκα του ο “Μανωλάκης” μετά από κακοκαιρία τσακίστηκε σε άγρια βράχια και τον πατέρα μου να έχει Άγιο που σώθηκε. Μια άλλη, η “Ιακωβίνα”, γέρασε και σάπιζε και ο πατέρας μου της έβαλε φωτιά, και όταν τον ρώτησα, μου είπε ότι δεν μπορούσε να τη βλέπει να καταντάει ερείπιο και φωλιά διαφόρων τρωκτικών. Yπερήφανη και όμορφη ήθελε να τη θυμάται!. Τότε δεν μπόρεσα να τον δικαιολογήσω. Τώρα μπορώ.

Μακάρι να μην πήγαινα Τραλλέων και Βεϊκου να δώ τη βάρκα μας!.


Ο  ΚΑΠΕΤΑΝ-ΣΤΡΑΤΗΣ

Δεν ήταν πολλή ώρα που γύρισε από το ψάρεμα. Έδεσε τη βάρκα του στο μικρό μώλο και στο σημείο που την αράζει πάνω από πενήντα χρόνια.
Βγήκε αργά έξω απ’ τη βάρκα και προχωρούσε να πάει σπίτι του κρατώντας ένα μεγάλο παραγάδι και μερικά φλασκιά (φελάρια) δεμένα με βότσαλα.
Πήγα κοντά του και του ζήτησα να τον βοηθήσω. Δέχτηκε. Συνήθως δεν δεχόταν βοήθεια από κανένα. Ήταν υπερήφανος και μοναχικός άνθρωπος. Προχωρήσαμε καμιά εκατοπενηνταριά μέτρα ως εκεί που έμενε, σε ένα παλιό δωμάτιο, που έμοιαζε με αποθήκη.
Απόφευγε να βάζει ανθρώπους μέσα και απόρησα όταν μου το πρότεινε. Από περιέργεια πέρασα μέσα. Ήταν ένα μεγάλο δωμάτιο και μέσα είχε τα σύνεργά του: δίχτυα, παραγάδια, καμάκια κ.ά. Στη μέση του δωματίου υπήρχε ένα μεγάλο τραπέζι με μερικές παλιές καρέκλες  και σε μια άκρια ένα σιδερένιο κρεβάτι στρωμένο με μια κεντητή φλοκάτη. Πάνω από ένα παλιό σερβάν υπήρχαν πολλές εικόνες του Χριστού, της Παναγίας και πολλών αγίων και γύρω στον τοίχο πολλές φωτογραφίες με πρόσωπα και μέρη που δεν είχα δει ποτέ μου. Στο ταβάνι κρέμονταν ένα λουξ πετρελαίου και πάνω στο τραπέζι υπήρχαν δύο λυχνάρια. Μου είπε να με κεράσει παστή σαρδέλα και σκουμπρί, που έφτιαχνε ο ίδιος και τα πουλούσε. «Όχι, να φεύγω,  μην ενοχλώ», του είπα. «Όχι, αν θέλεις κάθισε. Εγώ θα νετάρω το παραγάδι», μου είπε.
Μου έκανε εντύπωση αυτό γιατί, όσα χρόνια γνώριζα τον καπετάν-Στρατή, ήταν κλειστός άνθρωπος και δεν ανοιγόταν ποτέ σε κουβέντες. Όμως, σαν να κατάλαβε τη σκέψη μου και μου είπε: «Δεν ξέρω παιδί μου, αλλά να σήμερα θέλω να μιλήσω με ένα άνθρωπο κι εσύ είσαι σοβαρό παιδί». Τότε πήγαινα στο Γυμνάσιο. Τον ευχαρίστησα για την εκτίμηση στο πρόσωπό μου και πήρα ένα σκαμνί και κάθισα δίπλα του. Εκείνος άρχισε να νετάρει το παραγάδι του. Ήθελα όμως να μάθω για τη ζωή του:  Γιατί ήταν μόνος; από πού ήρθε και πώς έφτασε στο νησί μας;
Οι φωτογραφίες στον τοίχο μού έδωσαν την αφορμή. «Αυτά τα ωραία μέρη, καπετάνιο μου, πού βρίσκονται;» τον ρώτησα για να πιάσουμε κουβέντα.
Πήρε μια βαθειά ανάσα. Το πρόσωπο του σκοτείνιασε . «Θα στα πω όλα. Είναι η πατρίδα μου, το Αϊβαλί της Μικρά Ασίας. Εκεί γεννήθηκα και μεγάλωσα. Ο πατέρας μου ήταν ψαράς και εγώ, ο μεγαλύτερος γιος του, ψαράς έγινα. Όμως τα άλλα μου αδέλφια πήγαν στην Πόλη να σπουδάσουν και έμειναν εκεί.  Εγώ βοηθούσα τον πατέρα μου και πιάναμε πολλά και καλά ψάρια. Υπήρχαν καλοί ψαρότοποι και περνούσαμε καλά.
Εγώ μια μέρα δεν πήγα μαζί στο ψάρεμα. Είχα παντρευτεί πριν λίγες μέρες και ήθελα να καθίσω ακόμη με τη γυναίκα μου. Πήγε μόνος του με ένα παραγιό που είχαμε, αλλά δυστυχώς δεν ξαναγύρισαν. Τους πυροβόλησαν και τους σκότωσαν οι Τούρκοι γιατί -λέει- ψάρευαν σε απαγορευμένα νερά. Τους κλάψαμε, μα δίκιο δεν βρήκαμε.
Συνέχισα να δουλεύω μόνος μου. Τι να έκανα; Τώρα είχα και τη μάνα μου, τη γυναίκα μου και τα δύο παιδιά που αποκτήσαμε.  Ένα χοντρό δάκρυ άρχισε να κυλά στο χαροκαμένο και ψημένο από την αλμύρα πρόσωπό του. Άφησε το νετάρισμα και αρκετά καταβεβλημένος συνέχισε. «Εδώ άρχισε το δράμα μου. Ένας Τούρκος έβαλε στο μάτι τη γυναίκα μου. Όταν έλειπα εγώ στο ψάρεμα,  αυτός την ενοχλούσε. Στην αρχή στο δρόμο, μετά πήγαινε και στο σπίτι, ώσπου αναγκάστηκε και μου το είπε η γυναίκα μου. Τον έπιασα με το μαλακό, ακόμη και με το άγριο, αλλά αυτός τίποτα. Μου είπαν ότι ήθελε να εκδικηθεί και το έκανε για μένα γιατί έπιανα πολλά ψάρια.
Συνέχισε να ενοχλεί, ώσπου δεν άντεξα. Πήγα και τον βρήκα. Τον χτύπησα άσχημα και αυτός ο άθλιος βρήκε ευκαιρία που έλειπα και πήγε και έκαψε την γυναίκα και τα παιδιά μου. Μόλις γύρισα και μου είπε κάποιος -που τον είδε-  τη συμφορά της οικογένειάς μου, σάλεψε το μυαλό μου. Πήγα σπίτι του και μέσα στην τρέλα μου δεν άφησα κανένα. Τους αφάνισα όλους.
Γύρισα πήρα τη μάνα μου, που έμενε πιο δίπλα, και μες στη νύχτα ανοιχτήκαμε στο Αιγαίο. Ταξιδεύαμε μέρες. Η μάνα μου δεν άντεξε και πέθανε. Την έθαψα σε ένα ξερονήσι. Εγώ περιφερόμουν μήνες από ’δώ και από ’κεί, σαν ένα ζώο, ψάχνοντας παρηγοριά.
Σε αυτό το νησί που κατέληξα μετά από καιρό, βρήκα την ανθρωπιά και έμεινα. Οι πληγές μου λίγο λίγο γιατρευόντουσαν. Τώρα πια γέρασα. Δεν έχω πολλά χρόνια και κανείς δεν γνωρίζει τα βάσανά μου.
Ήθελα να μιλήσω με κάποιον και σε παρακαλώ τώρα που έμαθες, όσο ζω δεν θέλω να πεις σε κανένα τίποτα. Δεν θέλω να με λυπηθούν. Ας με θυμούνται απότομο και βλοσυρό». Του το υποσχέθηκα και αυτή την υπόσχεση την τήρησα για πολλά χρόνια και μετά τον θάνατό του. Τον άφησα να κλαίει στη θύμηση των δικών του ανθρώπων.
Έφυγα αρκετά συγκινημένος. Τις άλλες ημέρες που τον συναντούσα, είχε πάλι αυτό το απόμακρο και αμίλητο ύφος. Οι άλλοι δεν ήξεραν και τον έλεγαν γρουσούζη. Εγώ όμως, που ήξερα, τον καταλάβαινα. Πολλές φορές, που ο καιρός δεν ήταν καλός και τον έβλεπα να πηγαίνει για ψάρεμα, στεναχωριόμουν και μια μέρα του το ανάφερα. «Εμένα ο τάφος μου θα γίνει η θάλασσα!», μου είπε.
Έφυγε ένα πρωί για ψάρεμα. Η ψαριά ήταν καλή. Έπιανε ψάρια και φώναζε τους φτερωτούς φίλους του, τους γλάρους και τους ταΐζε. Μέχρι ονόματα τους είχε βγάλει και τους φώναζε -ίσως και τα ονόματα των παιδιών του, της γυναίκας του ή των γονιών του. Ποιος ξέρει! Κάτι ψαράδες που έτυχε να είναι δίπλα και τον άκουγαν, τον πέρασαν για τρελό και όταν κατάλαβαν το μεγάλο μπουρίνι που έρχονταν, τον προειδοποίησαν να γυρίσει μαζί τους αμέσως στο λιμάνι για να προλάβουν.
 Αλλά εκείνος τους απάντησε: «Φύγετε εσείς! Εγώ θα μείνω στο σπίτι μου!». Ο καιρός έγινε τυφώνας. Μετά από μερικές ημέρες κάτι ξύλα από την παλιά βάρκα τού Καπετάν-Στρατή βγήκαν στην ακτή για να αναγγείλουν τον χαμό του. Ο ίδιος δεν βρέθηκε ποτέ! Θάφτηκε στη θάλασσα που ήταν η επιθυμία του.

Πέρασα από ένα ερημοκλήσι, άναψα ένα κεράκι, έκοψα από τον κήπο του μερικές βιολέτες και πήγα στην άκρια της ακτής, τον μνημόνευσα και τις πέταξα στη θάλασσα…





To Bήμα της Νάξου συνεχίζει τη σειρά ανέκδοτων διηγημάτων που έχει γράψει ο Μανώλης Κ. Βιλλάντώνης, ένας Ναξιώτης λαϊκός λογοτέχνης που αγαπάει με πάθος τον τόπο του και την θάλασσα. Η μεγάλη του αυτή αγάπη τον έχουν κάνει να γράψει πολλές θαλασσινές ιστορίες και ποιήματα, πολλά απο τα οποία έχουν δημοσιευτεί σε βιβλία που έχουν κυκλοφορήσει. Τα βιβλία του Μαν. Βιλαντώνη είναι"Οι λεμβούχοι της Νάξου", "Το λιμάνι της Νάξου", "Παροναξία"και "Ψαράδικες Ιστορίες".
Το τελευταίο κυκλοφόρησε πρόσφατα και διατίθεται, όπως και τα άλλα, σε προσιτές τιμές στα βιβλιοπωλεία της Νάξου.
έχουμε δημοσιεύσει τις ιστορίες:

"Ο ΚΥΝΗΓΗΜΕΝΟΣ ΓΙΓΑΝΤΑΣ"
http://vimanaxou.blogspot.gr/2013/11/blog-post_21.html

ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΠΑΙΔΙΟΥ
http://vimanaxou.blogspot.gr/2013/12/blog-post_6087.html
"ΤΟ ΡΑΔΙΟΦΩΝΑΚΙ ΤΟΥ ΠΑΠΠΟΥ"
http://vimanaxou.blogspot.gr/2013/12/blog-post_6087.html

Ο ΠΑΠΠΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟ ΒΑΜΒΑΚΙ
http://vimanaxou.blogspot.gr/2013/11/blog-post_28.html

ΤΟ ΚΑΣΕΛΑΚΙ ΤΟΥ ΠΕΘΑΜΕΝΟΥ
http://vimanaxou.blogspot.gr/2013/12/blog-post_1377.ht

ΜΙΑ ΒΑΡΚΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΤΑΞΙΔΕΨΕ ΠΟΤΕ
http://vimanaxou.blogspot.gr/2013/12/blog-post_22.html

Ποιος είναι ο Μανώλης Κ. Βιλαντώνης
Γεννήθηκε στη Χώρα Νάξου. Μετά τις Γυμνασιακές Σπουδές μετέβη στην Αθήνα και τέλειωσε τη Σχολή Εργοδηγών Δομικών Έργων στη Σιβιτανίδειο Σχολή. Προσελήφθη στη ΔΕΗ ως εργοδηγός και μετά από χρόνια εργασίας συνταξιοδοτήθηκε. Παντρεύτηκε τη Μαρία Φυσιλάνη από την Πάρο και έχει δυο παιδιά. Είναι γόνος πολυμελούς και πολύ αγαπητής οικογένειας της Χώρας Νάξου και σήμερα που ξεκινάμε αυτό το αφιέρωμα για τον Μανώλη, γιορτάζει η πολιούχος της πόλης "Χρυσοπολίτισσα" που βρίσκεται στη γειτονιά του λίγα μέτρα απόσταση απο την πατρική του κατοικία.

Ο φιλόλογος Γιάννης Λογαράς έγραψε με αφορμή την τελευταία κυκλοφορία:
"Κυκλοφόρησε το νέο βιβλίο του ταλαντούχου συγγραφέα κ. Μανώλη Κ. Βιλαντώνη με εκπληκτικές ψαράδικες και γενικά νησιώτικες ιστορίες που διασώζουν πτυχές της παλαιότερης ζωής στα νησιά, ιδίως της Παροναξίας και που συμβάλλουν στη διατήρηση και διάσωση της ελληνικής παράδοσης. Εντυπωσιάζει η απλή αλλά τόσο θερμή γλώσσα της αφήγησης και η δημιουργία έντονων συναισθηματικών καταστάσεων. Τα βιβλία του κ. Μανώλη Κ. Βιλαντώνη τον αναδεικνύουν σε ένα άξιο λογοτέχνη περιωπής.

Νάξος 31 Οκτωβρίου 2013. Γιάννης Λογαράς, φιλόλογος

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Οι φωτογραφίες που δημοσιεύονται είναι απο συλλογή του Εμμ. Κ. Βιλαντώνη τις οποίες έχουν προσφέρει γνωστοί και φίλοι ή προέρχονται απο το προσωπικό του αρχείο
(παρακαλούμε να μην τις χρησιμοποιείτε χωρίς άδεια)








Δεν υπάρχουν σχόλια: