«Είντά τανε ευτά που μού’ γραψες, μα τη στράτα που μασε χωρίζει κι α δεν επληγώθηνε η ψυχή μου. Ετσά είναι, ετσά μαθές. Μόνου όλα σου καλά, μα κείνο που γράφεις πως δε μπορούμενε να τσι πετάξομενε από πάνω μας, να μη ντο λες. Εμείς τσ’ έχομεν κι εμείς τσι στηρίζομενε. Εμείς Έργη, εμείς λέω είμαστενε και ο πλούτος και η δύναμη και η δόξα και όλα τα πάντα. Κατάλαβέ το, νιώσε το, εμείς τω ντα δίνομενε όλα. Άμα λείψομενε εμείς θα ψοφήσουνε α’ τη μπείνα. Αλλά ευτοί τά’ χουνε βολέψει και μασε παίρνουνε και τη δύναμη και το πλούτος και μας έχουνε δεμένοι και τρώμενε άχερα. Όλα τα πάντα όμως αλλάζουνε. Τίοτις δεν είναι ασάλευτο στον ψεύτικο ντουνιά. Κουράγιο Έργη και ψηλά τη γκεφαλή σου».κυρία Άσπα Μανδηλαρά, κυρία Αριέτα Μανδηλαρά, κυρίες και κύριοι.
Μπορεί να έχουν περάσει πενήντα και πάνω χρόνια από την εποχή που εκδηλώθηκε το φαινόμενο
«Νικηφόρος Μανδηλαράς», αλλά οι ιδέες, οι αξίες, οι αρχές που εκείνος καλλιέργησε, ανέδειξε, υπηρέτησε με αυταπάρνηση και για τις οποίες θυσιάστηκε, παραμένουν θαλερές και συνάμα τραγικά επίκαιρες.
Δεν θα είναι υπερβολή αν υποστηρίξουμε ότι η διορατικότητα εκείνου του διανοητή φθάνει στα όρια της πρόβλεψης κι είναι σήμερα 60 χρόνια μετά ωμή τραγική πραγματικότητα.
Ο Νικηφόρος Μανδηλαράς ήταν οραματιστής, ήταν διανοητής, ήταν φιλόσοφος, ήταν κοινωνικός αναλυτής, είχε μια απίστευτη διεισδυτικότητα στα κοινωνικά δρώμενα, διάβαζε τις κοινωνικές διεργασίες, τις ανέλυε και τις φώτιζε με απίστευτη διορατικότητα και αγωνιζόταν σκληρά γι’ αυτές.
Δεν ήταν δημαγωγός, δεν ήταν βερμπαλιστής, δεν ήταν λαοπλάνος, ήταν δεινός ρήτορας, ο Δημοσθένης της εποχής του. Ξεσήκωνε όμως τον λαό με τον πύρινο λόγο του, ένα λόγο αληθινό, απλό, τραχύ. Έλεγε την αλήθεια ωμή, εφαρμόζοντας τη ρήση πως η «αλήθεια είναι σαν το καρφί, κι όσο το χτυπάς, τόσο πιο βαθειά καρφώνεται».
Έζησε σε μια ταραγμένη πολιτικά και κοινωνικά εποχή, σημαδεμένη από το μετεμφυλιοπολεμικό κράτος μιας ψεύτικης δημοκρατίας, με χιλιάδες πολιτικούς εξόριστους και φυλακισμένους για τα φρονήματά τους αγωνιστές, με ωμή και ξεδιάντροπη την ξενοκρατία. Η εθνική κυριαρχία ήταν ανύπαρκτη, την Ελλάδα διοικούσαν οι πρεσβευτές και οι σταθμάρχες των ξένων μυστικών υπηρεσιών των μεγάλων δυνάμεων. Ο λαός στέναζε στα σκλαβοπάζαρα της Γερμανίας, όπου αντί των πολεμικών αποζημιώσεων μας είχαν «δώσει» δουλειά στα ορυχεία και τις φάμπρικές τους, με μεροκάματα τρόμου και δυστυχίας.
Μπορεί να έχουν περάσει πενήντα και πάνω χρόνια από την εποχή που εκδηλώθηκε το φαινόμενο
«Νικηφόρος Μανδηλαράς», αλλά οι ιδέες, οι αξίες, οι αρχές που εκείνος καλλιέργησε, ανέδειξε, υπηρέτησε με αυταπάρνηση και για τις οποίες θυσιάστηκε, παραμένουν θαλερές και συνάμα τραγικά επίκαιρες.
Δεν θα είναι υπερβολή αν υποστηρίξουμε ότι η διορατικότητα εκείνου του διανοητή φθάνει στα όρια της πρόβλεψης κι είναι σήμερα 60 χρόνια μετά ωμή τραγική πραγματικότητα.
Ο Νικηφόρος Μανδηλαράς ήταν οραματιστής, ήταν διανοητής, ήταν φιλόσοφος, ήταν κοινωνικός αναλυτής, είχε μια απίστευτη διεισδυτικότητα στα κοινωνικά δρώμενα, διάβαζε τις κοινωνικές διεργασίες, τις ανέλυε και τις φώτιζε με απίστευτη διορατικότητα και αγωνιζόταν σκληρά γι’ αυτές.
Δεν ήταν δημαγωγός, δεν ήταν βερμπαλιστής, δεν ήταν λαοπλάνος, ήταν δεινός ρήτορας, ο Δημοσθένης της εποχής του. Ξεσήκωνε όμως τον λαό με τον πύρινο λόγο του, ένα λόγο αληθινό, απλό, τραχύ. Έλεγε την αλήθεια ωμή, εφαρμόζοντας τη ρήση πως η «αλήθεια είναι σαν το καρφί, κι όσο το χτυπάς, τόσο πιο βαθειά καρφώνεται».
Έζησε σε μια ταραγμένη πολιτικά και κοινωνικά εποχή, σημαδεμένη από το μετεμφυλιοπολεμικό κράτος μιας ψεύτικης δημοκρατίας, με χιλιάδες πολιτικούς εξόριστους και φυλακισμένους για τα φρονήματά τους αγωνιστές, με ωμή και ξεδιάντροπη την ξενοκρατία. Η εθνική κυριαρχία ήταν ανύπαρκτη, την Ελλάδα διοικούσαν οι πρεσβευτές και οι σταθμάρχες των ξένων μυστικών υπηρεσιών των μεγάλων δυνάμεων. Ο λαός στέναζε στα σκλαβοπάζαρα της Γερμανίας, όπου αντί των πολεμικών αποζημιώσεων μας είχαν «δώσει» δουλειά στα ορυχεία και τις φάμπρικές τους, με μεροκάματα τρόμου και δυστυχίας.
Στο σύντομο μα μεστό σε γεγονότα
διάστημα της ζωής και δράσης του, ο Μανδηλαράς, ο γιος αυτός του σμυριδεργάτη,
διαμορφώνει το είναι του στις σκληρές συνθήκες της ζωής των σμυριγλάδων της
Κορώνου όπου έρχεται σε επαφή με το εργατικό κίνημα και ζυμώνεται στους αγώνες
τους.
Να σημειώσουμε εδώ ότι οι
σμυριγλάδες της Κορώνου είχαν αναπτύξει ισχυρό εργατικό κίνημα στα πλαίσια του
σωματείου τους, που ήταν από τα πρώτα που
ιδρύθηκαν στην Ελλάδα στις αρχές του 20ου αιώνα.
΄Ιδρυτής του σωματείου ήταν ένας
Αξωτοβουρλιώτης νέος ο Κων/νος Μανωλάς, ο οποίος, κυνηγημένος απ’ τα Βουρλά και
για να γλυτώσει τα τάγματα εργασίας, που οι Γερμανοί οργάνωναν στην Τουρκία με
στόχο την εξόντωση του ανθού των χριστιανικών πληθυσμών της Ανατολής, τα
περιβόητα Αμελέ ταμπουρού, κατέφυγε στο χωριό των παπούδων του, την Κόρωνο, και
εκεί έγινε σμυριγλάς κι οργάνωσε τους σμυριγλάδες σε σωματείο μέσα από μια δυναμική
απεργία γύρω στα 1910 που κράτησε πάνω από ένα χρόνο.
Αυτός που έμεινε γνωστός στην Κόρωνο
με το όχι τυχαίο παρατσούκλι Μπολσεβίκος,
που του έδωσαν οι σμυριγλάδες για τις συνδικαλιστικές του γνώσεις και
δραστηριότητες, ίσως και να είναι έμμεσα εκείνος που πρώτος εμφύσησε στο νου
του νεαρού Νικηφόρου τις μαρξιστικές ιδέες. Ο Μπολσεβίκος ζούσε και δρούσε
ακόμη στα νεανικά χρόνια του Νικηφόρου στο χωριό.
Από την Κόρωνο ο Νικηφόρος, έφηβος,
θα βρεθεί στο αστικό-πνευματικό περιβάλλον της Ερμούπολης, όπου στα πλαίσια της
φοίτησής του στο γυμνάσιο, θα ολοκληρώσει τον χαρακτήρα του και θα καλλιεργήσει
περαιτέρω την πολιτική του σκέψη. Είναι μαθητής των τελευταίων τάξεων του
6ταξίου γυμνασίου και όμως έχει αποκτήσει την «κομματική του ταυτότητα» έτσι
όπως του την έδωσε η Ασφάλεια χαρακτηρίζοντάς τον ολοκληρωμένο κομμουνιστή. Και γι αυτό θα
απαγορευτεί στο σχολείο του να είναι ο σημαιοφόρος, παρ’ όλον ότι είναι ο
πρώτος μαθητής με 20 σε όλα τα μαθήματα. Μας πώς είναι δυνατόν ένας «κομμουνιστής»
να είναι σημαιοφόρος σε μια πόλη όπου η οικονομική της ζωή εξαρτάται από τις
χιλιάδες των «κολασμένων» που αναμορφώνονται εθνικά στις κολυμπήθρες του Σιλωάμ
στα «εθνοκαθαρτήρια» κολαστήρια της Γυάρου και της Μακρονήσου;
Νεαρός δικηγόρος στην Αθήνα την
δεκαετία του 1950 ο Νικηφόρος θα ξεδιπλώσει στις αίθουσες των δικαστηρίων τον
δυναμισμό και τη μαχητικότητά του, θα σταθεί δίπλα σε κάθε κατατρεγμένο, σε
κάθε κυνηγημένο από την εξουσία, δίπλα στον διωκόμενο κομμουνιστή, δίπλα στον
κυνηγημένοι εργάτη και συνδικαλιστή, δίπλα στον σμυριγλά το θύμα του
ρουσφετιού.
Ο Χαρ. Φλωράκης, ηγέτης του ΚΚΕ, που
γνώρισε τον Μανδηλαρά, νεαρό δικηγόρο, στο στρατοδικείο που δικαζόταν το 1959
μαζί με 41 στελέχη του εκτός νόμου ΚΚΕ, θα πει γι’ αυτόν: «Ο Νικηφόρος Μανδηλαράς είχε πλεμόνια, παλικαριά, τόλμη. Στις μεγάλες
εκείνες δίκες συμμετείχαν όλοι οι μεγάλοι δικηγόροι της Αθήνας. Ο Μανδηλαράς
ήταν νέος δικηγόρος και χρειαζόταν παλικαριά για να πάρει μέρος σαν
υπερασπιστής σε μια τέτοια δίκη, αλλά και σαν μαχητής, σαν κατήγορος...».
Από τα πρώτα του συνδικαλιστικά και
πολιτικά βήματα ο Νικηφόρος βρέθηκε στην πρώτη γραμμή των αγώνων των
σμυριδεργατών, στους οποίους πρωτοστάτησε την περίοδο 1955-1967 και συνέβαλε με
το λόγο, τη μαχητικότητα και τις ιδέες του στην εντατικοποίησή τους και στην
αποτίναξη του κομματικού ζυγού, που τους είχε ως θηλιά στο λαιμό επιβληθεί από
τη δεκαετία του 1930. Οι Κορωνιδιάτες σμυριγλάδες δεν είναι πια οι υποτακτικοί
του κομματάρχη.
Την Κυριακή 28.2.1960 διοργανώθηκε
στην Κόρωνο μαχητική συνέλευση-συγκέντρωση των σμυριγλάδων, στην οποία έδωσε το
παρόν και ο Νικηφόρος Μανδηλαράς. Κυρίαρχο αίτημά τους είναι πλέον η αξιοποίηση
της σμύριδας με τη δημιουργία εργοστασίου επεξεργασίας, που βλέπουν ως τη
μοναδική σανίδα σωτηρίας της.
Ο
Μανδηλαράς στην ομιλία του στη συνέλευση τόνισε ότι πρέπει οι σμυριγλάδες να
είναι ενωμένοι και να αφήσουν στην άκρη τις όποιες κομματικές αντιθέσεις: «εάν
συνεχιστεί η ίδια κατάσταση – είπε - όλοι θα εκπατριστούν ανεξάρτητα εάν είναι
κομματάρχες ή όχι. Γιατί η δυστυχία καλύπτει όλους χωρίς εξαίρεση» και
τους κάλεσε να διεκδικήσουν ενωμένοι τα αιτήματά τους. Για την επίτευξη δε της
ενότητας πρότεινε οι εκλογές του σωματείου να γίνουν με ενιαίο ψηφοδέλτιο και
το συμβούλιο που θα εκλεγεί να μεταβεί αμέσως στην Αθήνα και να υποβάλει και
πάλι τα αιτήματά του στον Υπουργό (Αρ. Πρωτοπαπαδάκη). Αν ο Υπουργός δεν δώσει
λύσεις, ιδιαίτερα στο θέμα του εργοστασίου, τότε, πρότεινε, οι παράγοντές και οι κομματάρχες του
Πρωτοπαπαδάκη στο χωριό να τον καταψηφίσουν στις εκλογές.
Συμφώνησαν όλοι, ακόμη και οι
κομματάρχες τού Υπουργού και η συνέλευση ψήφισε ομόφωνα τις προτάσεις του
Μανδηλαρά.
Κι όταν το αίτημα των σμυριγλάδων
απορρίφθηκε από την κυβέρνηση ο Μανδηλαράς σε σχόλιό του στα Ναξιακά Χρονικά ( φ.6/30.6.1960, σ. 4)
έγραψε: «Όταν ανήλθε στην εξουσία [ο
Α. Πρωτοπαπαδάκης] ελησμόνησεν την
αλήθεια. Άλλαξε σκοπό, γιατί η αλήθεια δεν τον συμφέρει. Και δεν τον συμφέρει
γιατί η παράταξις στην οποία ανήκει και την οποία εκπροσωπεί στηρίζεται πάνω σε
μια θεμελιώδη αρχή: εξαθλίωνε και
κυβέρνα. Μόνο μέσα στην [ανέχεια]
μπορούν να αγρεύσουν ψήφους. Μια οικονομική χειραφέτησις των Ναξίων θα άνοιγε
διάπλατα τους ελεύθερους πνευματικούς ορίζοντες στους ψηφοφόρους και θα βλέπουν
πού είναι το σωστό. Το σωστό όμως δεν είναι με το μέρος του Υπουργού και γι’
αυτό φοβάται..».
Ας σημειωθεί ότι στη συνάντηση των
εκπροσώπων των σμυριδεργατών με τον Υπουργό, τον Μάρτιο του 1960, απαγορεύτηκε
η συμμετοχή του Μανδηλαρά παρ’ όλον ότι συνόδευε την επιτροπή ως νομικός τους
σύμβουλος.
Ήταν ομολογουμένως επικίνδυνος
αντίπαλος αυτός ο οραματιστής, αυτός ο κοινωνικός επαναστάτης που με τον λόγο
του πυρπολούσε ψυχές, γκρέμιζε κατεστημένες νοοτροπίες, κληρονομημένες από
πάππου προς πάππο σίγουρες ψήφους.
Όταν ο Απεραθίτης ποιητής και
σημαντικός παράγοντας στη μεταφορά του σμυριγλιού με τον Εναέριο, αλλά και στη
φόρτωσή του στα πλοία, Ν. Πρωτονοτάριος έγραψε τους παρακάτω στίχους:
«Νάταν τα πράγματα αλλοιώς
για μένα θά ’παιρνε ο Παληός
το πρώτο μεροδούλι.
Μα όμως δεν τα εκτιμούν αυτά
κι άσκοπα παίρνουν τα λεφτά
οι Φαρισαίοι κι οι δούλοι…»
Ο Μανδηλαράς, σχολιάζοντας αυτούς
τους στίχους του Ν. Πρωτονοτάριου, στους οποίους επαινεί την εργατικότητα ενός
εργάτη του Εναέριου, ο οποίος όμως δεν ανήκει στους ευνοούμενους του κομματικού
κατεστημένου, γράφει στα Ναξιακά Χρονικά (φ. 17/31.3.1961): «Συγχαρητήρια εις τον κ. Ν. Πρωτονοτάριον.
Έστω και αργά αντελήφθη ότι ο Φαρισαϊσμός και η δουλικότητα αφθονούν στην
παράταξη που ανήκει. Γι’ αυτό και
επεθύμησε “να ’ταν τα πράγματα αλλοιώς”. Το ισχυρό ρεύμα της Αλλαγής παρέσυρε
και τον κ. Πρωτονοτάριον. Ο ποιητικός του οίστρος ευχόμεθα να υψωθή πάνω από
τους Φαρισαίους και δούλους για να συνθέση τα νικητήρια θούρια του Λαού στην
επερχόμενη εκλογική μάχη».
Κι όταν τα πράγματα
δυσκόλεψαν για τους σμυριγλάδες, για τους εργάτες, για τους μετανάστες στην
Αθήνα και αλλού, ο Νικηφόρος Μανδηλαράς διεκτραγουδούσε την κατάσταση: «Πέσαμενε αρίζικε σε άσκημα χρόνια κι ο Θεός
να βάλη το χέρι ντου να μασε βοηθήση» έγραφε στο χρονογράφημά του στις
19.2.1960 στα Ναξιακά Χρονικά. Μια κουβέντα που την ακούμε και σήμερα, την
ώρα που οι διάφοροι καρεκλοκένταυροι της εξουσίας ζουν στη γυάλα του δικού τους
κόσμου, χωμένοι στα σκάνδαλα, κρυμμένοι στις Off Shore εταιρίες τους, πίσω απ’
την ασυλία και τις παραγραφές του νόμου που οι ίδιοι έφτιαξαν στα μέτρα τους.
Και ο λαός, ο προδομένος, όπως και τότε
μονολογεί τα ίδια με το παραπάνω κι ακόμη λογαριάζει ότι: «μασε τρώνε στο μέτρημα ...Υστερνά διάβασα κι ευτά που μας είπενε [ο
Υπουργός] πως έχει λέει καθένας σας [σμυρίγλι
αξίας] 8.000 δραχμές το χρόνο. Το
ξαναδιάβασα, το΄ φερα από ’πα, τό ’φερα από ’κει σκέφτηκα, ξανασκέφτηκα και μού ’ρθενε
νταμπλάς. Ήφριξα που το διάβασα, δε ντο πίστεβγα. Λέω του γιου μου, -βοή που
μού ’ρθενε κι αμέ είντα κάθομαι επά [στην Αθήνα] και κάνω. Σάλεβγε κι εσύ νά ’ρθεις κάτω, νά ’χω και σένα τσι 8.000
δρχ. να μη ντσι χάνομενε. Κι ήσκασεν’ α’ τα έλια ντου. Εώ να τρελαίνομαι κι
εφτός να ελά. Εώ να μετρώ τα χιλιάρικα πού ’χανα κι εφτός να ελά και να
σούνταινε τα καντούνια τση κάμαρης. Ταχυτέρου του λέω: -Πάω να βγάλω εισοτήριο
ια κάτω. Σταματά τα έλια ο ιος μου και λέει: Μα δε ντρέπεσαι; Λέω, μα ιάντα να
ντρέπομαι, ήκλεψα; Λέει, μα να σου πω, σήμερα άμα δε γκλέβγεις πρέπει να
ντρέπεσαι. Τέλος πάντω. Υρίζει το λοιπό και μου λέει πως πρώτα-πρώτα δεν πρέπει
να πιστέβγω ό,τι λέει ο Υπουργός ιατί σε
μας εβρέθηνε ψεύτης. Κι ύστερα μην ξεχνάς πως υπάρχουνε πολλώ ειδώ λοαριασμοί.
Ξέρεις πώς ήβγαλενε τσι 8.000 ο Υπουργός; Ας πούμενε, λέει, πως δουλέβγετε 9
αργάτες σ’ έναν αργολάβο και παίρνει καθένας σας 100 δραχμές τη μέρα, όλοι μαζί
παίρνετε 900 δραχμές. Ο αργολάβος όμως βγάνει από σας ας πούμενε 600 δραχμές.
Εσείς οι 9 κι εφτός παίρνετε τη μέρα 1.500 δραχμές. Ο Υπουργός λοιπό διαιρεί
τσι 1.500 με το 10 [9 εργάτες και ο εργολάβος] και βγάνει 150 πως παίρνετε τη μέρα. Δηλαδή εκείνα που βγάνει ο
αργολάβος τα βάνει πως τα παίρνετε μαζί. Στο μέτρημα μασε τρώνε. Ευτά που
γλεντοκοπούνε και τρώνε οι κοιλαράδες τα βάζει πως τα τρώμενε μαζύ. Κατάαβες;
Έμι κλέφτες, έμι και δυναμεοί. Ετσά είναι μαθές. Δουλεύγομενε εμείς [οι
εργάτες], τα τρώνε ευτοί και στο τέλος
μασε λένε πως τα τρώμενε μαζύ.
Εμείς έχομενε τα χέρια κι’ ευτοί τα μαχαίρια. Ώσπου θα τά’ χουνε ευτοί, ετσά θα
κρινούμαστενε. Κι εσύ πίζαβε (θεοπάλαβε),
φώναζε Ζήτω», όπως σημείωνε τον ίδιο χρόνο σε άλλο χρονογράφημα (Ναξιακά
Χρονικά φ. 7, Ιούνιος 1960).
Για το πολιτικό του πιστεύω ο
Μανδηλαράς έγραφε στα «Ναξιακά Χρονικά»
μεταξύ άλλων: «…Ο άνθρωπος που θα
αποφασίσει να αναμειχθεί στα κοινά, στην «πολιτική» με την καθιερωμένη
ορολογία, έχει μπροστά του να διαλέξει δυο δρόμους: θα υπηρετήσει τα συμφέροντα
ή των λίγων ή των ευρύτερων λαϊκών μαζών. Τα συμφέροντα αυτά είναι καθορισμένα
και ενιαία, αφού η κοινωνία είναι ταξικά διαρθρωμένη…Είμαι ανεξάρτητος άνθρωπος, που θέλω το στόμα μου να’ ναι ελεύθερο να
μιλά και το χέρι μου αδέσμευτο να γράφει…». Και παρέμεινε ανένταχτος
κομματικά καθ’ όλη την πολιτική του πορεία.
Ως συνεργαζόμενος έθεσε υποψηφιότητα
με το ΠΑΜΕ το 1961 και κάπως έτσι φανταζόταν και τη συμμετοχή του στις εκλογές
του 1963, 1964 και 1967 με την Ένωση Κέντρου, αλλά τελικά δεν πήρε μέρος,
καθότι οι συντηρητικοί παράγοντες αυτού του κόμματος στις Κυκλάδες κυρίως τον
θεωρούσαν επικίνδυνο αντίπαλο. Γι αυτό και έγραψε μετά τις εκλογές του 1963 το
περιβόητο «ανθ’ ημών Ψιακής», το
όνομα δηλ. ενός πολιτευτή της Ένωσης
Κέντρου στις Κυκλάδες που πήρε τότε 2 εκατοντάδες ψήφους.
Στις εκλογές της 29.10.1961, της εκλογές της βίας και της
νοθείας, ο Μανδηλαράς και στη διάρκεια της προεκλογικής περιοδείας ως ακροατήριο
είχε σε διάφορα νησιά και ιδιαίτερα στη Σύρο και τη Νάξο τους χωροφύλακες, που
είχαν διαταγή να κλείνουν τα καφενεία και τα μαγαζιά, να εκφοβίζουν και να
απομακρύνουν τον κόσμο, να εμποδίζουν με
κάθε μέσο την επαφή των υποψηφίων του ΠΑΜΕ με τους πολίτες, ζήσαμε κι εμείς στα
χωριά μας αυτές τις καταστάσεις. Όμως, παρά τους εκφοβισμούς, το κλίμα
τρομοκρατίας, τη βία και τη νοθεία, ο Μανδηλαράς έδωσε τη δική του σκληρή και
θαρραλέα μάχη και πέτυχε να πάρει στις συντηρητικές και φιλοβασιλικές Κυκλάδες
1480 ψήφους και να έρθει πρώτος σε σταυρούς προτίμησης από τους συνυποψήφιούς
του στο συνδυασμό του ΠΑΜΕ (ΕΔΑ).
Ο Μανδηλαράς δεν μπορούσε παρά να
ανήκει στον προοδευτικό χώρο, στον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς, μέσα στον οποίο
έβλεπε ότι μπορούν να ανθίσουν και να καρπίσουν οι δυνάμεις εκείνες που θα
οδηγήσουν τη χώρα στον δρόμου της προκοπής και της ευημερίας του λαού, που θα
θεμελιώσουν την πραγματική δημοκρατία, τη δημοκρατία της Ειρήνης, της
κοινωνικής δικαιοσύνης, της λαϊκής κυριαρχίας.
«Το
ότι θα νικήσωμεν είναι βέβαιον, το ΠΟΤΕ θα εξαρτηθή από έναν και μόνον από τον
ΛΑΟΝ. Ανεβάστε τον ήλιον πάνω από την Ελλάδα, όπως λέει και ο ποιητής»,
είπε σε μια ομιλία του το 1966.
Ο Μανδηλαράς δεν ήταν δογματικός
στις ιδέες του, αγωνιζόταν πρώτα και κύρια για το λαό, ήθελε τα κόμματα στην
υπηρεσία του λαού και του τόπου, για την ανοικοδόμηση μιας ανθρώπινης και
δίκαιης κοινωνίας. Βαθειά μορφωμένος έθετε στην καρδιά της πολιτικής τον
άνθρωπο.
Και γι αυτό χωρίς να υπολογίζει τους
κινδύνους, πολέμαγε, ήταν μπροστάρης, ατρόμητος, θαρραλέος. Ήταν από εκείνους
τους εκλεκτούς της ιστορίας που τραβούν μπροστά, που γίνονται η αιχμή του
δόρατος για να σκίσουν τα σκοτάδια αναζητώντας αχτίδα φωτός και ελπίδας.
Όπως ο Λεωνίδας που οδήγησε τους 300
Σπαρτιάτες μαζί με τους 700 Θεσπιείς στην αθανασία, για να φωτίζουν χιλιάδες
χρόνια τους δρόμους των λαών. Όπως ο Παπαφλέσσας στο Μανιάκι, όπως ο Λαμπράκης,
όπως ο Μουστακλής, όπως ο Παναγούλης, έτσι και ο Μανδηλαράς.
Στους σκληρούς αγώνες του λαού, που
ακολουθούν μετά το βασιλικό πραξικόπημα, την ανατροπή της λαοπρόβλητης κυβέρνησης του Γ. Παπανδρέου
και την αποστασία της 15ης Ιουλίου 1965, ο Νικηφόρος δίνει μαχητικά το παρόν
στις πολύμηνες και γιγαντιαίες καθημερινές κινητοποιήσεις στην Αθήνα και όλες
τις μεγάλες πόλεις της χώρας. Παράλληλα
υπερασπίζεται στα δικαστήρια οικοδόμους, συνδικαλιστές, δημοσιογράφους,
φοιτητές, δημοκρατικούς πολίτες, αξιωματικούς και στρατιώτες, που διώκονται για
την πολιτική και συνδικαλιστική τους δράση, στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, την
Πάτρα, τον Πύργο, τον Βόλο, τη Ρόδο, τη Νάξο, τη Λάρισα και αλλού. Την περίοδο
αυτή ο Νικηφόρος οργώνει ολόκληρη την Ελλάδα εκφωνώντας πύρινους λόγους στις
λαϊκές συγκεντρώσεις. Στις ομιλίες του κατακεραυνώνει το παλάτι, τη Δεξιά, την
πλουτοκρατία, το ΝΑΤΟ και τους Αμερικάνους και τις κυβερνήσεις των αποστατών
(Νόβα, Τσιριμώκου, Στεφανόπουλου) και γι’ αυτό γίνεται στόχος του κατεστημένου
και της αντίδρασης, ντόπιας και ξένης.
Την περίοδο αυτή ο Μανδηλαράς
επανειλημμένα θα οδηγηθεί στο εδώλιο του κατηγορουμένου με τις βαριές
κατηγορίες της περιΰβρισης αρχής, της προσβολής του προσώπου του βασιλιά, της
διατάραξης συνεδρίασης δικαστηρίου, ακόμη και για …τεντυμποϊσμό. Δικάστηκε στο
Κακουργιοδικείο της Σάμου, στον Βόλο,
στην Πάτρα, στο Ναύπλιο, στην Αθήνα, στο Στρατοδικείο που εκδικαζόταν η υπόθεση
«ΑΣΠΙΔΑ» και αλλού.
Στις 14 Νοεμβρίου 1966 αρχίζει στο Στρατοδικείο
η μεγάλη δίκη των 28 δημοκρατικών αξιωματικών που κατηγορούνται για την υπόθεση
«ΑΣΠΙΔΑ». Η δίκη αυτή θα κρατήσει εκατό μέρες και θα τελειώσει στις 16 Μαρτίου
1967, ένα μήνα πριν απ’ το πραξικόπημα της 21 Απριλίου 1967.
Ο
Μανδηλαράς, ως συνήγορος υπεράσπισης του λοχαγού Μπουλούκου, με το σθένος και
τη μαχητικότητά του, αναδεικνύεται σε
πρωταγωνιστή αυτής της δίκης.
Με τις εκρηκτικές του αγορεύσεις
συγκλονίζει το Πανελλήνιο. Καταγγέλλει «τις δυνάμεις του σκότους που βυσσοδομούν σε
βάρος του λαού», το οργανωμένο παρακράτος και τα παρακλάδια του στο στρατό, ξετινάζει με
τις ερωτήσεις του και τους 300 μάρτυρες κατηγορίας,
που είναι στην πλειοψηφία τους στρατιωτικοί, πολλοί από αυτούς πρωτεργάτες
αργότερα του Απριλιανού πραξικοπήματος (Θεοφιλογιαννάκος, Καρύδας, Σταθόπουλος,
Παλαΐνης, Κωτσέλης, Φαρμάκης, Δαμηλάκος κ.α.).
Θα ξεφτιλίσει κυριολεκτικά μέσα στο
στρατοδικείο τον στρατηγό Γρίβα, τον αρχηγό της ΕΟΚΑ Β΄ στην Κύπρο, που, όπως
είχε πει ο Γεώργιος Παπανδρέου... «εδοξάσθη κρυπτόμενος και εγελοιοποιήθη αποκαλυπτόμενος»,
τον Σαμψών, τον ψευτοπρόεδρο της Κύπρου μετά το προδοτικό πραξικόπημα της 15ης
Ιουλίου 1974 και την ανατροπή του προέδρου Μακαρίου, που οδήγησε στην εισβολή του Αττίλα και την
κατοχή της μισής Κύπρου απ’ τους Τούρκους.
Στο στρατοδικείο στις 15 Δεκεμβρίου
1966 ένα από τα μετέπειτα πρωτοπαλίκαρα της χούντας ο λοχαγός Δαμηλάκος,
επιτέθηκε στον Μανδηλαρά απειλώντας τον με τις φράσεις: «Πρόσεξε. Πρόσεξε πώς μου μιλάς!».
Τέτοιες απειλητικές προειδοποιήσεις ο Μανδηλαράς είχε λάβει πολλές στη διάρκεια
της δίκης, μέσα κι έξω απ’ την αίθουσα.
Αυτή η δίκη θα αποτελέσει το βήμα
που θα εκτοξεύσει στα ύψη την απήχηση του Μανδηλαρά στο λαό. Το όνομά του
κυριολεκτικά θα γίνει άνεμος και θα φτάσει παντού για να γίνει θρύλος. Οι
αγορεύσεις του στο δικαστήριο τροφοδοτούν καθημερινά τα πρωτοσέλιδα των Αθηναϊκών
εφημερίδων και ξεσηκώνουν τον λαό. Ένας νέος λαϊκός ηγέτης έχει γεννηθεί μέσα
στην αίθουσα του στρατοδικείου, ένας ηγέτης που ενσπείρει ήδη τον τρόμο στο
σάπιο κατεστημένο που κινδυνεύει να καταρρεύσει μέσα απ’ τη λαίλαπα της λαϊκής
οργής.
Απολογούμενος ο Μανδηλαράς στις 16
Δεκεμβρίου 1966 ενώπιον του στρατοδικείου μετά το επεισόδιο με τον μάρτυρα
κατηγορίας λοχαγό Δαμηλάκο, κατηγορούμενος για παρακώλυση της διαδικασίας είπε
μεταξύ άλλων τα παρακάτω προφητικά όσο και συγκλονιστικά λόγια: «Με ειλικρινή θλίψη εμείς οι νεότεροι
παριστάμεθα μάρτυρες ενός απογοητευτικού φαινομένου. Ολόκληρος η Ελλάς
μετεβλήθη σε ποινικό ακροατήριο. Στο εδώλιο κάθονται όσοι μισούν και πολεμούν
τη φασιστική δεξιά και κατήγοροι είναι
ένας μικρός κύκλος
ανθρώπων-σκευωρών του «ΑΣΠΙΔΑ».
Εάν κύριοι στρατοδίκαι προσβληθή το πάτριον έδαφος, ποιοι θα πολεμήσουν;
Ασφαλώς εσείς και εμείς. Εσείς με τους άλλους αξιωματικούς θα βαστάτε υψωμένη
τη σημαία και μαζί με τους κατηγορούμενους, μαζί με τον κατηγορούμενο Ελληνικό
λαό, χέρι-χέρι θα υπερασπισθούμε την πατρίδα μας. Εσείς κι εμείς εδώ
γεννηθήκαμε, γι αυτό πονούμε τη χώρα μας. Οι άλλοι, αυτός ο μικρός κύκλος των
κατηγόρων, αμέσως θα διαλυθή εις τα εξ ών συνετέθη και θα λιποτακτήσει πάραυτα
στο εξωτερικό, αποκομίζων ενδεχομένως και ράβδους χρυσού...».
Και υπερασπιζόμενος το ιερό δικαίωμα του Συνηγόρου
υπεράσπισης των κατηγορουμένων θα πει:
«Αυτή τη στιγμή δεν πλήττομαι εγώ προσωπικώς, πλήττεται η
υπεράσπιση, καταλύεται το ιερό και απαραβίαστο βήμα του υπερασπιστού που
απηθανατίσθη στη Γαλλική επανάσταση με την θρυλική φράση του συνηγόρου: «Σας φέρνω την κεφαλή μου και την αλήθεια.
Το κεφάλι μου μπορείτε να το πάρετε, αλλά την αλήθεια ποτέ». Αυτό το βήμα
κατεκτήθη με ποταμούς αιμάτων όλων των ελευθέρων λαών. Είναι η κορυφή της
πυραμίδος των λαϊκών ελευθεριών. Οι βάσεις της έχουν καταλυθεί, μην καταλύσετε
και την κορυφή. Αφήσατε να υπάρχει κάτι όρθιο...Διώκομαι καθ’ όν χρόνο
κατηγορούμενος έπρεπε να είναι ο κ. Δαμηλάκος. Ο μάρτυς που προπηλάκισε στο
ακροατήριο συνήγορο-εμένα- που απροκλήτως θορύβησε, που περιΰβρισε το
δικαστήριό σας, που περιφρόνησε εσάς τους ανώτατους αξιωματικούς. Ποιος; Αυτό
το ηθικό πτώμα, αυτός ο προδότης. Το υπερήφανο σώμα των ελλήνων αξιωματικών
εκβράζει τους προδότες, δεν ανέχεται πτώματα, απολακτίζει τα σκουλήκια και
δέχεται τους γενναίους. Οι γενναίοι γράφουν την ιστορίαν. Τας λεωφόρους της
ιστορίας διανύουν οι όρθιοι. Τα πτώματα την φράζουν και όρθιοι είναι οι
κατηγορούμενοι αξιωματικοί και πτώματα οι Δαμηλάκοι».
Ο Γρίβας, ο Σαμψών, ο Δαμηλάκος, ο
Θεοφιλογιαννάκος και πολλοί άλλοι αξιωματικοί όργανα της χούντας, σκευωροί και
πραξικοπηματίες, υπέστησαν στο ακροατήριο το δριμύ κατηγορητήριο του Μανδηλαρά.
Αποκαλύφτηκε ο ρόλος τους, οι σχέσεις τους με το παρακράτος, με τις μυστικές
υπηρεσίες, με τα σκοτεινά κέντρα που υπονόμευσαν συστηματικά τη δημοκρατία και
τις ελευθερίες του λαού, που σχεδίασαν και κατέστρωσαν το αλυσόδεμά του. Ακόμη
και ο μετά από λίγες εβδομάδες δικτάτορας Γ. Παπαδόπουλος δεν ξέφυγε από τα
βέλη της φαρέτρας του Μανδηλαρά. Σε μια θορυβώδη συνεδρίαση του Στρατοδικείου
κατέθεσε ένα συγκλονιστικό έγγραφο, ένα
ιατρικό ντοκουμέντο, το οποίο πιστοποιούσε ότι ο αρχισυνωμότης ήταν
σχιζοφρενής.
Ο Μανδηλαράς επιδίωκε με όλες αυτές
τις αποκαλύψεις να φωτίσει, να αποκαλύψει κι έτσι να αφοπλίσει όλους αυτούς
τους παραστρατιωτικούς μηχανισμούς, που έβλεπε με τα διορατικά αντανακλαστικά
του ότι σχεδίαζαν τις αλυσίδες, τα δεσμά
για το λαό και το έθνος και επεδίωκε έτσι αποκαλύπτοντάς τους να τους
καταστήσει ανενεργούς, ώστε να σταματήσουν τις υπονομευτικές τους
δραστηριότητες.
Εκτιμούσε ότι έτσι θα αφυπνίζονταν
τα κόμματα και οι πολιτικές ηγεσίες τους, ότι θα αντιδρούσαν εκείνοι που
υποτίθεται ότι ήσαν οι θεματοφύλακες του Συντάγματος και των δημοκρατικών
θεσμών.
Τα γεγονότα επιβεβαίωσαν τους φόβους
και τις ανησυχίες του. Αυτοί οι απόλεμοι, οι δειλοί ένστολοι συνωμότες, με
αρχηγό τον σχιζοφρενή συνταγματάρχη, τον μετέπειτα γραφικό δικτάτορα του
...γύψου, λίγους μόλις μήνες από την κατάλυση της δημοκρατίας στις 21 Απριλίου
και με αφορμή μια τεχνητή ελληνοτουρκική εμπλοκή στον Έβρο το φθινόπωρο του
1967, για να αποτρέψουν δήθεν την απειλή
πολέμου με τους Τούρκους τους «παρέδωσαν» τότε ουσιαστικά την Κύπρο,
αποσύροντας από τη μεγαλόνησο την ελληνική μεραρχία που είχε μυστικά
εγκαταστήσει εκεί η κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου την περίοδο 1964-1965. Άφησαν
τη Μεγαλόνησο χωρίς στρατό.
Στη συνέχεια η χούντα υπονόμευε
συστηματικά και με κάθε τρόπο τον Εθνάρχη Μακάριο, ώσπου θα φθάσουν στη
διοργάνωση του επαίσχυντου και προδοτικού πραξικοπήματος εναντίον του στις 15
Ιουλίου 1974, θα διαλύσουν τη στοιχειώδη άμυνα της Εθνικής Φρουράς και της
ΕΛΔΥΚ, ανοίγοντας έτσι διάπλατα τον δρόμο για την απόβαση-εκδρομή του τουρκικού
ΑΤΤΙΛΑ το καλοκαίρι του 1974 και τη ντε
φάκτο διχοτόμηση της Κύπρου.
Αυτούς όλους τους εθνοπροδότες στρατιωτικούς
ο διορατικός Μανδηλαράς τους είχε καταλάβει, είχε αντιληφθεί τα καταχθόνια
σχέδιά τους κι ήθελε να τους αποκαλύψει, να τους απομονώσει, να τους προλάβει.
Αλλά αυτοί τότε ήταν πανίσχυροι και
χωρίς να κρύβονται οργάνωσαν και εκτέλεσαν το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου με
τις ευλογίες των ανακτόρων αι των Αμερικανών, με την πολιτική ηγεσία ανίκανη να
δει, αλλά και να αντιδράσει. Η 21η Απριλίου 1967 ήταν μια μαύρη μέρα για τον
λαό και το έθνος, για τους αγωνιστές, για τον Νικηφόρο Μανδηλαρά.
Οι συνωμότες πανίσχυροι τώρα στην
εξουσία που κατέλαβαν με τα όπλα, δεν ξέχασαν το νεαρό δικηγόρο της δίκης του
ΑΣΠΙΔΑ, τον λαϊκό ηγέτη που λάτρευε ο λαός. Αυτός ήταν επικίνδυνος για την
«επανάσταση» και έπρεπε να εξαφανιστεί. Και σ’ αυτές τις περιπτώσεις μια λύση
υπάρχει, η δολοφονία. Αυτός ο επικίνδυνος δημεγέρτης, αυτός ο οραματιστής,
αυτός ο λαϊκός επαναστάτης έπρεπε να πεθάνει.
«Όταν
στα δικαστήρια δικάζονται οι Έλληνες πολίτες λέει η αστυνομία: «Έκαμαν
συγκέντρωσιν χωρίς την άδειάν μας... Λες και η ιστορία επροχώρησεν με την
άδειαν της αστυνομίας. Όταν ο ελληνικός λαός ξεσηκώθηκε το ’21 δεν επήρε φυσικά
την άδειαν του Σουλτάνου», θα πει ο Νικηφόρος σε ομιλία του σε λαϊκή
συγκέντρωση λίγες μόνο μέρες πριν από το πραξικόπημα.
Ο Μανδηλαράς ήταν μπροστάρης,
εμπνευστής, καθοδηγητής, σαν τον μπαρουτοκαπνισμένο πολεμιστή που βρίσκεται
πάντα στην πρώτη γραμμή της μάχης. Την απουσία τέτοιων ηγετών τη νιώθει, τη
βιώνει σήμερα ο λαός μας. Μικροί, αδύναμοι ηγετίσκοι, δειλοί, μοιραίοι κι
άβουλοι, οδήγησαν και οδηγούν τη χώρα μας σε μια νέα Κατοχή, αυτή του Δ.Ν.Τ.,
αυτή του Δ΄ Τάιχ της Μέρκελ. Μας αλυσοδέσαν χωρίς να μας ρωτήσουν. Και ζει
σήμερα ο λαός μας, η νεολαία μας αυτή τη βαρβαρότητα της ανεργίας, της
φτώχειας, της πείνας, των αυτοκτονιών, της εξαθλίωσης.
Λιποθυμούν
τα παιδιά στα σχολεία από υποσιτισμό. Αυτοκτονούν άνθρωποι από απόγνωση.
Φεύγουν
μαζικά οι νέοι μας στα νέα σκλαβοπάζαρα της Ευρώπης την ώρα που η Γερμανία
κερδίζει δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ από τα επιτόκια των δανείων που μας δίνει
για να πληρώνουμε τους δανειστές μας και τους τραπεζίτες.
Έγραφε το 1960 ο Μανδηλαράς:
«Επά
μας εξορίσανε και υρίζομενε σα ντσ’ άδικες κατάρες από οικοδομή σε οικοδομή κι
από νταμάρι σε νταμάρι να κάωμενε καένα μεροκάματο. Κι εσύ φωνάζεις ΖΗΤΩ. Και
καλά, Μπράβο σου κυβέρνηση που ξόρισες το φίλο μου, εύγε σου Υπουργέ που θα με
κάμεις και μένα να φύω στην ΑΘήνα.
Και νά ’τανε μόνου στην Αθήνα, θά ’τανε καλά. Μόνου τώρα
πάλι θα δώκωμενε από ’πα των εμαθιώ μας ια τσ’ Ευρώπες που υρεύγουνε λέει ευτοί
οι Γερμανοί αργάτες. Στη γκατοχή επεθάνανε τσ’ εμισοί κι όσοι επομείναμενε και
μας επόμεινενε καμιά σταλιά αίμα θένε να μας το ρουφήξουνε κι εφτό. Μα δε
βαριέσαι! Θα πιούνε, θα πιούνε, ώσπου να τα βγάλουνε μαζωμένα».
Ο Νικηφόρος, άνθρωπος του αγώνα, της
πάλης, της βιοπάλης, μα και του κεφιού, δεν απελπίζεται, δεν απογοητεύεται. Γι
αυτό και τα μηνύματά του έχουν πάντα στο τέλος αισιοδοξία, ελπίδα, ανοίγουν
δρόμους για το λαό.
Αλλά ο ίδιος βλέπει καθαρά τη δική
του μοίρα, προβλέπει το τέλος.
Μέσα στην αίθουσα του Στρατοδικείου
θα εξομολογηθεί στον φίλο του δημοσιογράφο Κ. Χαρδαβέλα:
«Έχω περάσει το όριο της ανοχής
τους. Βρίσκομαι ήδη στην απέναντι όχθη. Να ξέρεις πάντα ότι ο Μανδηλαράς ούτε
θα αυτοκτονήσει ποτέ, ούτε είναι άνθρωπος που θα πάθει ατύχημα. Αν γίνει κάποτε
κάτι ψάχτε όλοι για τον δολοφόνο...».
«Θυμάμαι
αυτά τα λόγια του Νικηφόρου Μανδηλαρά, γράφει ο Κώστας Χαρδαβέλας στα Νέα το
1986, ειπωμένα πριν είκοσι κοντά χρόνια, σε κάποιο διάλειμμα της δίκης του
ΑΣΠΙΔΑ. Τον θυμάμαι όρθιο μέσα στο δικαστήριο να τα βάζει με τους σκευωρούς του
ΑΣΠΙΔΑ, να κατεβάζει θαρραλέα τη μάσκα των ανακτόρων, του ΙΔΕΑ, των
αμερικάνικων μυστικών υπηρεσιών, να φωνάζει για τα σκοτεινά σχέδια των ημερών
του φασισμού που ερχόταν καλπάζοντας. Ήταν προφήτης όλων των δεινών που
επακολούθησαν. Ήταν ο τελευταίος φάρος πριν το σκοτάδι. Από τότε φοβόμαστε για
τη ζωή του Μανδηλαρά.
Και εκείνο το οδυνηρό πρωινό της 21ης Απρίλη του 1967
έναν από τους πρώτους που σκεφτήκαμε και ψάξαμε ήταν ο Νικηφόρος. Αλλά ο
Νικηφόρος είχε εξαφανιστεί. Ξέροντας τι τον περιμένει μέσα στη χούντα, θέλησε
να πετάξει στην ελευθερία του. Και η ελευθερία του βρισκόταν βέβαια στο
εξωτερικό».
κυρίες και κύριοι
Στον Νικηφόρο Μανδηλαρά ταιριάζουν
τα παρακάτω λόγια που ο ίδιος έγραψε το 1963 στην εφημερίδα του για τους συμπατριώτες
και τους συγχωριανούς του:
«εγκάρδιος χαιρετισμός εις
υπερηφάνους συμμαχητάς
Είναι γνωστόν ότι εις τας εκλογάς του 1961
διεξήγαγον μίαν μάχην. Δεν εδόθη δυστυχώς η ευκαιρία να απευθύνομεν έναν
εγκάρδιον χαιρετισμόν εις τους υπερηφάνους συμμαχητάς μας ή να προβούμε σε μια
σύντομη ανασκόπηση των γεγονότων.
Μία μικρά μερίς Ναξίων, το 7% , μας ετίμησεν.
Αναμφισβητήτως επέδειξαν ηθικόν μεγαλείον. Εφάνησαν γενναίοι και άτρομοι. Εθυσίασαν
το εφήμερον ταπεινόν συμφέρον εις τον βωμόν του πρακτικού ιδεαλισμού.
Ενίκησαν!
γιατί παρέμειναν ελεύθεροι.
Ενίκησαν!
γιατί εξήλθαν ακμαίοι και αλώβητοι από το φρικτό μαστίγωμα των πιλάτων της Εξουσίας.
Ενίκησαν!
γιατί εψήφισαν οιστρηλατούμενοι από το ωραίον και υψηλόν όραμα της Ελευθερίας και της Δικαιοσύνης.
Και τώρα, ας μου συγχωρηθεί μία αναγκαία αποστροφή.
Αφορά τους
Κορωνιδιάτες.
Δεν αποτελεί αλαζονείαν ανοήτου τοπικιστού,
αλλά δικαία απονομή υψίστης τιμής.
Οι
συγχωριανοί μου απετέλεσαν Πανελλήνιον εξαίρεσιν. Επέπεσαν εναντίον τους οι φοβερές δυνάμεις του υλικού και
ηθικού εκβιασμού.
Όμως επέδειξαν αντοχήν γρανίτου,
συνείδησιν αδαμαντίνην, φρόνημα πανωραίον και
υψηλόν. Εις την βίαν αντέταξαν το θάρρος και εις την προστυχιά ύψωσαν άφοβα το λάβαρο της ανθρωπιάς.
Γιατί τούτο έχει σημασία. Δεν ετίμησαν εμέ ή
την παράταξή μου, επεβράβευσαν απλώς
τους αγώνας ενός ανθρώπου, αγώνας που κατέτεινον εις την υπεράσπισιν του
δικαίου των.
Πάλαιψαν
τιτανικά. Η αγωνιστική των έξαρσις ετινάχθη εις το ζενίθ. Το χαροπάλεμά τους το έζησα από κοντά εις την πλέον
συγκλονιστικήν του αποκορύφωσιν.
Για
τέτοιο υπέροχο λαό, Λαό γεμάτο μεγαλείο, αξίζει κανείς να πεθαίνει όχι μια,
αλλά χίλιες φορές».
Νικηφόρος
Μανδηλαράς
Ναξιακά Χρονικά 14
Οκτωβρίου 1963.
κυρία Πρόεδρε του Δικηγορικού
Συλλόγου Νάξου, σας τιμά το γεγονός ότι αποφασίσατε να οργανώσετε τούτη την
εκδήλωση. Όμως αυτό δεν αρκεί. Δεν έχουμε οι Ναξιώτες αποδώσει την τιμή και τη
δόξα που πρέπει στον ξεχωριστό αυτό αγωνιστή.
Πρέπει
να κάνουμε κι άλλα.
Πρέπει,
κύριε Δήμαρχε, να κάνουμε πολλά, όχι για τις σημερινές γενιές, ούτε γι’ αυτές
που φεύγουν, αλλά για κείνες που έρχονται.
Ο Μανδηλαράς είναι φάρος φωτεινός,
σύμβολο αιώνιο κι αθάνατο της Ελευθερίας και της Δημοκρατίας και πρέπει από
εδώ, από τη Νάξο, τον τόπο που αγάπησε, που υπηρέτησε, που δόξασε, να συνεχίσει
να βροντά και ν’ αστράφτει, να ακτινοβολεί, για να τρομοκρατεί τους ντόπιους
και ξένους τρομοκράτες του λαού μας, για να εμπνέει και να καθοδηγεί τους νέους
μας στους δύσκολους αυτούς καιρούς που βρισκόμαστε, για να συνεχίζει να
βροντοφωνάζει:
«Κουράγιο
Έργη και ψηλά τη γκεφαλή σου».
ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ
ΜΑΝΔΗΛΑΡΑΣ- ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ
του
φιλόλογου-πρώην Βουλευτή Νίκου Ι. Λεβογιάννη
19.2.1928:
Γεννήθηκε στην Κόρωνο Νάξου
1933-1947: Φοίτησε
στα δημοτικά σχολεία Κορώνου και Σκαδού
και στα Γυμνάσια Νάξου και Σύρου.
1946:
Πεθαίνει η μητέρα του.
1946: Σε
ηλικία 18 ετών έχει ήδη ...φάκελο πολιτικών φρονημάτων στην Ασφάλεια Σύρου όπου
αναφέρεται ότι «εμφορείται υπό
κομμουνιστικών φρονημάτων και δη με πλήρη κομμουνιστικήν κατάρτισιν...».
1947: Καταθέτει
ως μάρτυρας υπεράσπισης σε πειθαρχική δίκη του φιλόλογου καθηγητή του Κανάκη,
που κατηγορείται ότι έκανε διάλεξη με αθεϊστικό περιεχόμενο. Ο καθηγητής αθωώνεται.
Ανάμεσα στους διώκτες του καθηγητή είναι και ο στρατιωτικός ιερέας Μακρονήσου
αρχιμανδρίτης Στυλιανός Κορνάρος, ο μετέπειτα μητροπολίτης Πρεβέζης.
25.3.1947: ο
Μανδηλαράς, τελειόφοιτος στο γυμνάσιο Σύρου και πρώτος μαθητής πρέπει να είναι ο
σημαιοφόρος στην παρέλαση της Εθνικής γιορτής. Με εντολή όμως της Ασφάλειας ο σημαιοφόρος
αλλάζει, επειδή ο μαθητής Μανδηλαράς εμφορείται από ...κομμουνιστικές ιδέες. Ο
Σύλλογος των καθηγητών όμως του αναθέτει να καταθέσει το στεφάνι του σχολείου στο Μνημείο των Πεσόντων.
Στην τελετή κατάθεσης ο Μανδηλαράς εκφωνεί πύρινο λόγο και καταχειροκροτείται.
1948-1954: Σπουδάζει
στη Νομική σχολή Αθηνών.
1949: Πρωτοετής φοιτητής
συγκεντρώνει στη Νάξο υπογραφές για την αποφυλάκιση του καταδικασμένου σε
θάνατο Μανώλη Γλέζου.
1953:
Πρωτοστατεί στην ίδρυση του Συλλόγου Κορωνιδιατών Αθήνας και εκλέγεται πρώτος
Πρόεδρός του.
1956:
Παίρνει την άδεια άσκησης του επαγγέλματος του δικηγόρου.
19.2.1956: Στις
βουλευτικές εκλογές με δημόσιες δηλώσεις και ομιλίες του στη Νάξο υποστηρίζει
το κόμμα της Δημοκρατικής Ένωσης (Καρτάλης, Πασαλίδης, Παπαπολίτης,
Μπαλτατζής).
Μάιος 1958: Συνοδεύει τον Μανώλη Γλέζο, υποψήφιο
της ΕΔΑ, σε προεκλογική περιοδεία στη Νάξο και εκφωνεί στα χωριά λόγους.
Ιούλιος 1959:
Υπερασπίζεται στο στρατοδικείο την Βασιλική Δημητροκάλλη-Δολιανίτη, αδελφή του
Μ. Γλέζου και τον σύζυγό της, στη δίκη των Γλέζου-Τρικαληνού κ.λπ. που
κατηγορούνται για κατασκοπεία.
26.12.1959:
Παντρεύεται με την Άσπα Καλοδίκη, που προέρχεται από οικογένεια αγωνιστών της
Εθνικής Αντίστασης, με βαθιές ρίζες στο λαϊκό κίνημα. Απέκτησαν μία κόρη τη
Μαρία-Αριέττα.
Ιανουάριος 1960:
Εκδίδει την εφημερίδα «Ναξιακά Χρονικά». Είναι 15νθήμερη
και την γράφει εξ ολοκλήρου ο ίδιος. Συνολικά εκδόθηκαν 30 φύλλα την περίοδο
από τον Ιανουάριο 1960 μέχρι τον Αύγουστο 1964.
28.2.1960:
Συμμετέχει σε μαχητική συγκέντρωση των σμυριδεργατών στην Κόρωνο. Στην ομιλία
του τονίζει την ανάγκη ενότητας των σμυριγλάδων και θεωρεί ως μόνο δρόμο
επιβίωσης την κατασκευή εργοστασίου επεξεργασίας της σμύριδας. Αργότερα θα
γράψει το προφητικό του άρθρο για τον ... «άταφο νεκρό», το σμυρίγλι.
23.2.1960: Εκδικάζεται
στο μονομελές Πλημμελειοδικείο Νάξου η αναβληθείσα στις 23 Νοεμβρίου 1959 δίκη
για το τραγικό εργατικό ατύχημα που έγινε στις 4 Σεπτεμβρίου 1958 στα έργα
διάνοιξης του δρόμου Κωμιακής-Απόλλωνα και είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο 13
εργατών. Κατηγορούμενος είναι ο εργολάβος Αγουρίδης. Συνήγορος των οικογενειών
των 13 εργατών που διεκδικούν και αποζημιώσεις, είναι ο Μανδηλαράς. Ο εργολάβος αθωώνεται με την ωμή επέμβαση του
κομματικού Νομάρχη Κυκλάδων, που υποχρέωσε υπαλλήλους της Νομαρχίας να καταθέσουν
ως μάρτυρες υπεράσπισης. Η υπόθεση είναι η αρχή της σκληρής και πολύχρονης σύγκρουσης
του Μανδηλαρά με το πανίσχυρο πολιτικο-κομματικό κατεστημένο των Κυκλάδων, το
οποίο μόνος θα κατεδαφίσει.
Απρίλιος 1960:
Παρίσταται ως δικηγόρος υπεράσπισης στη δίκη 42 ηγετικών στελεχών του ΚΚΕ
(ανάμεσά τους ο Χαρ. Φλωράκης) που δικάζονταν με τον Α.Ν. 375 (περί
κατασκοπείας) Θα καταδικαστούν σε βαριές ποινές.
6.12.1960:
Δικάζονται στην Αθήνα 21 οικοδόμοι που συνελήφθησαν στα αιματηρά επεισόδια της
1.12.1960. Ανάμεσά τους και ο Κωμιακίτης οικοδόμος Αντ. Ιω. Μαύρος συνήγορος
του οποίου είναι ο Νικηφόρος Μανδηλαράς. Στα επεισόδια τραυματίστηκαν δεκάδες
οικοδόμοι μεταξύ των οποίων και ο επίσης Κωμιακίτης Αντώνιος Κρητικός. Η δίκη
κράτησε 16 μέρες. Αθωώθηκαν οι 20 από τους 21 και ο Μαύρος. Ο Εισαγγελέας όμως άσκησε
έφεση κατά της απόφασης.
22.1.1961: Τα Ναξιακά
Χρονικά οργανώνουν συνεστίαση στο Κέντρο Καλαμπόκα στα Πατήσια.
9, 10 Ιουνίου 1961: Ο
Μανδηλαράς δικάζεται στο Κακουργιοδικείο Σάμου ύστερα από μήνυση του Νομάρχη
Κυκλάδων Λεβίδη για συκοφαντική
δυσφήμηση και εξύβριση διά του τύπου και αθωώνεται. Η δίκη και η απόφαση
παίρνουν ευρεία δημοσιότητα στις Αθηναϊκές εφημερίδες και η κυβέρνηση της ΕΡΕ αναγκάζεται
να μεταθέσει το Νομάρχη στη Ζάκυνθο.
12-15 Οκτωβρίου 1961: Ο
Μανδηλαράς κατά την προεκλογική του περιοδεία στη Σύρο απειλείται και υβρίζεται
από χωροφύλακες που τον παρακολουθούν κατά πόδας.
19.10.1961:
Συλλαμβάνεται στη Νάξο φίλος του Μανδηλαρά που μεταφέρει προεκλογικό υλικό.
16-23 Οκτωβρίου 1961: Ο
Μανδηλαράς περιοδεύει στα χωριά της Νάξου σε συνθήκες τρομοκρατίας, με κλειστά
καφενεία, με απειλές και διώξεις εναντίον των κατοίκων που τολμούν να τον πλησιάσουν
και να τον ακούσουν. Στην ομιλία του στο Φιλώτι απευθύνεται ειρωνικά στους
χωροφύλακες που έχουν κατακλείσει την πλατεία: «Άνδρες της ελληνικής βασιλικής
χωροφυλακής...».
25.10.1961:
Στην προεκλογική του συγκέντρωση στη Σύρο η Ασφάλεια κλείνει τα καταστήματα και
απομακρύνει τα ταξί από την πλατεία της Ερμούπολης προς εκφοβισμό των πολιτών.
29.10.1961: Στις
εκλογές ο Μανδηλαράς είναι για πρώτη και μοναδική φορά υποψήφιος βουλευτής στις
Κυκλάδες, ως ανεξάρτητος - συνεργαζόμενος με το ΠΑΜΕ (Πανδημοκρατικό Αγροτικό
Μέτωπο).
29.5.1963:
Καταδικάζονται από το Πλημμελειοδικείο Σύρου σε 45 ημερών φυλάκιση ένας
Ανθυπασπιστής και 3 χωροφύλακες κατηγορούμενοι για συστηματική παρακολούθηση
και παρενόχληση του Νικηφόρου Μανδηλαρά κατά την προεκλογική περίοδο των
εκλογών της 29.10.1961.
Νοέμβριος 1963: Στις
επικείμενες εκλογές ο Μανδηλαράς επιδιώκει να είναι υποψήφιος στις Κυκλάδες με
την Ένωση Κέντρου (Γ. Παπανδρέου), αλλά αποκλείεται ως φιλοκομμουνιστής. Ουσιαστικά
η υποψηφιότητά του προσέκρουσε στην αντίδραση ισχυρών παραγόντων του κόμματος
στη Νάξο.
Δεκέμβριος 1963:
Στην εφημερίδα «Ναξιακά Χρονικά» ο Μανδηλαράς σε μακροσκελές άρθρο του με
τίτλο: «ολίγα περί πολιτικής ασταθείας-απάντησις εις αγραμμάτους» παρουσιάζει
το πολιτικό του μανιφέστο.
Φεβρουάριος 1964:
Στις νέες εκλογές της 16ης Φεβρουαρίου ο Μανδηλαράς αποκλείεται και πάλι από
υποψήφιος της Ένωσης Κέντρου στις Κυκλάδες από τους ίδιους τοπικούς παράγοντες
και αντ’ αυτού μπαίνουν στο συνδυασμό πρόσωπα χωρίς την παραμικρή επιρροή στο
λαό. Μετά τις εκλογές σχολιάζοντας τους ελάχιστους ψήφους που πήρε ένας
υποψήφιος έγραψε: «ανθ’ ημών ...Ψιακής!».
15.7.1965-20.4.1967: Είναι
η περίοδος του Β΄ Ανένδοτου αγώνα μετά το βασιλικό-κοινοβουλευτικό πραξικόπημα
της 15ης Ιουλίου 1965 και την ανατροπή της κυβέρνησης του Γ. Παπανδρέου. Ο
Νικηφόρος δίνει μαχητικά το παρόν στις πολύμηνες και γιγαντιαίες καθημερινές
κινητοποιήσεις του ελληνικού λαού στην Αθήνα και όλες τις μεγάλες πόλεις της
χώρας. Υπερασπίζεται στα δικαστήρια οικοδόμους, συνδικαλιστές, δημοσιογράφους,
φοιτητές, δημοκρατικούς πολίτες, δημοκρατικούς αξιωματικούς και στρατιώτες στα
στρατοδικεία, που διώκονται για την πολιτική και συνδικαλιστική τους δράση,
στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, την Πάτρα, τον Πύργο, τον Βόλο, τη Λάρισα και
αλλού.
21.7.1965:
Σκοτώνεται σε επεισόδια με την αστυνομία στην οδό Σταδίου ο φοιτητής Σωτήρης Πέτρουλας. Ο Μανδηλαράς μαζί με
άλλους δικηγόρους και τους γονείς του φοιτητή έκαναν έφοδο στο νεκροτομείο και
πήραν τη σορό του.
20.8.1965: Ο
Μανδηλαράς εκφωνεί πύρινο λόγο σε συγκέντρωση της Ένωσης Δημοκρατικών Δικηγόρων
Ελλάδας στο θέατρο «Γκλόρια» στην Αθήνα.
24.8.1965: Σε μεγάλη
διαδήλωση στην Αθήνα εναντίον της τρίτης κυβέρνησης των αποστατών (Στ.
Στεφανόπουλος), που εκείνο το βράδυ κατάφερε να πάρει ψήφο εμπιστοσύνης στη
Βουλή, ο Μανδηλαράς εκφωνεί λόγο και αναφέρει μεταξύ άλλων: «ο
παγερός βραχνάς του φασισμού δεν θα σφίξει το γεμάτο σφρίγος κορμί της
Δημοκρατίας».
Οκτώβριος 1965: Στις
αρχές Οκτωβρίου επισκέπτεται τη Νάξο το βασιλικό ζεύγος. Ο Μανδηλαράς βρίσκεται
στο νησί και προσπαθεί να οργανώσει συγκέντρωση αποδοκιμασίας, αλλά χωρίς
αποτέλεσμα λόγω της πρωτοφανούς αστυνομοκρατίας.
4.10.1965:
Ομιλία του Μανδηλαρά σε συγκέντρωση της Ένωσης Δημ. Δικηγόρων Ελλάδας στο θέατρο
«Γκλόρια» στην Αθήνα.
18.3.1966: Παρίσταται
ως συνήγορος υπεράσπισης στη δίκη της ηγεσίας της Εθνικής Φοιτητικής Ένωσης
Ελλάδας (Περ. Πάγκαλος, Ι. Μάνος, Μ. Τσαγγαράκης, Δ. Μπέσσας).
25.3.1966: Ο
Μανδηλαράς συλλαμβάνεται μαζί με 78 άτομα στα σοβαρά επεισόδια που έγιναν στην
πλατεία Συντάγματος στη διάρκεια της παρέλασης για την Εθνική γιορτή.
3.4.1966:
Πρωταγωνιστεί στην ίδρυση της Πανελλήνιας Επιτροπής Αγώνα για το Σύνταγμα και
τη Δημοκρατία.
2.6.1966:
Παρίσταται ως συνήγορος στη δίκη του πρώην Αρχιμανδρίτη Αργ. Τσακαλία που
κατηγορείται για εξύβριση του βασιλιά.
15.6.1966:
Δικάζεται στην Αθήνα για περιΰβριση αστυνομικής αρχής με το νόμο περί
...τεντυμποϊσμού και αθωώνεται, αλλά ο εισαγγελέας Μουστάκης ασκεί έφεση, για
να αθωωθεί και από το Εφετείο στις 1.4.1967.
21.6.1966:
Παρίσταται στο Εφετείο Πατρών ως συνήγορος υπεράσπισης του διευθυντή της
εφημερίδας της Πάτρας «Ευθύνη» ο οποίος έχει καταδικαστεί πρωτοδίκως σε
φυλάκιση 7 μηνών για περιΰβριση αρχής. Ο δημοσιογράφος αθωώνεται.
12.7.1966:
Συγκέντρωση της Ένωσης Δημ. Δικηγόρων Ελλάδας στο θέατρο «Γκλόρια» στην Αθήνα.
Παρευρίσκεται ο Ανδρέας Παπανδρέου. Μεταξύ των ομιλητών είναι και ο Νικηφόρος
Μανδηλαράς.
15.7.1966:
Ομιλία σε συγκέντρωση της Επιτροπής για το Σύνταγμα και τη Δημοκρατία στην Αγία
Βαρβάρα Αιγάλεω.
19.7.1966:
Ομιλία σε συγκέντρωση της Ένωσης Δημοκρατικών Δικηγόρων Ελλάδας στο Ναύπλιο.
30.7.1966: Περιοδεύει
στα χωριά της Νάξου (Χώρα, Φιλώτι, Τρίποδες) με κλιμάκιο στελεχών της Ένωσης
Κέντρου (Στ. Κανελλόπουλος, Αλ. Χρυσικόπουλος).
18.8.1966: Επισκέπτεται
την Κέα και εκφωνεί λόγο σε μεγάλη συγκέντρωση των κατοίκων.
Σεπτέμβριος 1966: Εκδίδει
την εφημερίδα «Κυκλαδικά Χρονικά», ως συνέχεια των «Ναξιακών Χρονικών». Θα
κυκλοφορήσει μόνο ένα φύλλο.
14.9.1966: Σε
ομιλία του σε συγκέντρωση στο θέατρο «Γκλόρια» στην Αθήνα κατηγορεί τον βασιλιά
ως αρχηγό της Δεξιάς.
25.9.1966:
Ομιλεί σε ογκώδη συγκέντρωση της Ενώσεως Κέντρου στην Κέρκυρα.
14.11.1966:
Αρχίζει στο στρατοδικείο η μεγάλη δίκη των 28 δημοκρατικών αξιωματικών που
κατηγορούνται για τη σκευωρία του «ΑΣΠΙΔΑ». Ο Μανδηλαράς παρίσταται ως
συνήγορος υπεράσπισης του λοχαγού Μπουλούκου, από τους πρωταγωνιστές της
υπόθεσης. Η δίκη διαρκεί 100 ημέρες. Ο Νικηφόρος αναδεικνύεται σε πρωταγωνιστή
και σύμβολο της υπεράσπισης όχι μόνο των αξιωματικών-θυμάτων της σκευωρίας,
αλλά και των δημοκρατικών θεσμών και θα συγκρουστεί με σφοδρότητα με τον
Πρόεδρο και τους στρατοδίκες, αλλά και με τις δεκάδες στρατιωτικούς-μάρτυρες
κατηγορίας, πολλοί από τους οποίους υπήρξαν στη συνέχεια πρωτεργάτες του
Απριλιανού πραξικοπήματος (Θεοφιλογιαννάκος, Καρύδας, Φροντιστής, Σταθόπουλος,
Παλαΐνης, Κωτσέλης, Φαρμάκης, Δαμηλάκος κ.α.).
15.11.1966:
Δίκη ΑΣΠΙΔΑ. Ο Ν. Μανδηλαράς με αφορμή το αίτημα της υπεράσπισης για ελεύθερη
είσοδο στο δικαστήριο: «ανέγνωσε εις το
σημείον αυτό από την εισηγητικήν έκθεσιν επί του άρθρου 330 του Κώδικος
Ποινικής Δικονομίας, κατά την οποίαν “δεν ενδείκνυται η χορήγησις εισιτηρίων
εισόδου εις τα δικαστήρια, διότι ενθυμίζει θεατρικήν παράστασιν και άγει εις
αντιδημοκρατικάς ανισότητας” ».
16.11.1966: Δίκη
ΑΣΠΙΔΑ. Ο Μανδηλαράς δηλώνει στο στρατοδικείο: «Ως συνήγορος του κατηγορουμένου Μπουλούκου δηλώ ότι η διεξαγομένη
διαδικασία δεν θεμελιούται επί της αρχής της δημοσιότητος».
17.11.1966:
Καταδικάζεται ερήμην στο Ναύπλιο σε φυλάκιση 8 μηνών κατηγορούμενος για
προσβολή της τιμής του βασιλιά Κωνσταντίνου σε ομιλία. Ο Εισαγγελεύς της έδρας
είχε ζητήσει να επιβληθεί στον Μανδηλαρά ποινή φυλάκισης 18 μηνών «άνευ
μετατροπής και αναστολής».
17.11.1966:
Δίκη ΑΣΠΙΔΑ. Ο Μανδηλαράς αναπτύσσει δήλωση ότι το παραπεμπτικό βούλευμα για τον λοχαγό Μπουλούκο δεν συντάχτηκε από
το δικαστικό συμβούλιο, αλλά από άλλους αγνώστους: «είναι καταφανές ότι οι τρεις ούτοι τους οποίους μηνύομεν [τα μέλη
του δικαστικού συμβουλίου] είναι
ανθρωπίνως αδύνατον να εμελέτησαν την δικογραφίαν και ν’ απεφάσισαν εντός δύο
ημερών. Συνεπώς εκ προθέσεως ψευδώς βεβαιούν ταύτα».
19.11.1966:
Δίκη ΑΣΠΙΔΑ. Στην απογευματινή
συνεδρίαση του στρατοδικείου ο Ν. Μανδηλαράς υποστήριξε ότι ανεπίτρεπτα
συμπεριελήφθησαν στο βούλευμα, οι βασιλικές επιστολές προς τον Πρωθυπουργό Γ.
Παπανδρέου, ως αποδεικτικά στοιχεία, διότι ο
βασιλιάς δεν επιτρέπεται να κληθεί ως μάρτυρας.
24.11.1966: Δίκη
ΑΣΠΙΔΑ. Ο Μανδηλαράς «ανακρίνει» τον Ν. Σαμψών. Υποβάλλει στον μάρτυρα σωρεία
ερωτήσεων, φωτίζοντας το σκοτεινό παρελθόν του στην Κύπρο και καταδεικνύοντας ότι
είναι και ψευδομάρτυρας. Μετά το πραξικόπημα της χούντας και την ανατροπή του
Μακαρίου (15 Ιουλίου 1974) ο Σαμψών θα ορκιστεί ψευτοπρόεδρος της Κυπριακής
Δημοκρατίας.
24-25.11.1966:
Δίκη ΑΣΠΙΔΑ. Ο Μανδηλαράς «ανακρίνει» τον μάρτυρα κατηγορίας στρατηγό Γ. Γρίβα αρχηγό
της ΕΟΚΑ Β΄ στην Κύπρο και κυριολεκτικά τον γελοιοποιεί. Του υποβάλλει δεκάδες
ερωτήσεις, τις οποίες ο Πρόεδρος του στρατοδικείου απαγορεύει, προκαλώντας τις θυελλώδεις αντιδράσεις των συνηγόρων
υπεράσπισης. Παρ’ όλα αυτά ο Μανδηλαράς με πρωτοφανή ψυχραιμία συνεχίζει να
βομβαρδίζει με ερωτήσεις τον αποσβολωμένο Γρίβα καταδεικνύοντας ότι αυτός ήταν ο πρωτεργάτης αυτής της
σκευωρίας. Ο Πρόεδρος του στρατοδικείου Καμπέρης ουσιαστικά έχει θέσει τον Γρίβα
υπό την ...προστασία του, όπως καταγγέλλει η υπεράσπιση. Μέσα από τις ερωτήσεις
ακούγονται και ονόματα πολλών στρατιωτικών που θα πρωτοστατήσουν αργότερα στο
πραξικόπημα της χούντας. Καρύδας, Νάτσινας, Σταθόπουλος, Ντερτιλής, Φροντιστής,
κ.α. καθώς και ο δημοσιογράφος Σάββας Κωνσταντόπουλος.
Μερικές
από τις ερωτήσεις που υπέβαλε στον Γρίβα ο Μανδηλαράς:
Μανδηλαράς: -Σας υπεδείχθη ότι ως αρχιστράτηγος εις
Κύπρον δεν πρέπει να πολιτικολογείτε;
Πρόεδρος: -Απηγορεύθη.
Μανδηλαράς: -Είναι αληθές ότι σπείρετε ζιζάνια μεταξύ
του στρατού της Κύπρου;
Πρόεδρος: -Απηγορεύθη.
Μανδηλαράς: -Κατηγγέλθη ότι δεν είσθε ενήμερος των
συγχρόνων μεθόδων στρατηγικής και τακτικής. Είναι σωστόν;
Πρόεδρος: -Απηγορεύθη.
8.12.1966:
Δίκη ΑΣΠΙΔΑ. Ο Μανδηλαράς καταγγέλλει στο δικαστήριο ότι παρευρίσκονται στην
αίθουσα παρακρατικοί που εισήλθαν με
κάρτες εφέδρων αξιωματικών και ότι ένας από αυτούς χειροδίκησε εναντίον του. Ο
Πρόεδρος του δικαστηρίου δηλώνει ...αναρμοδιος.
14.12.1966: Δίκη
ΑΣΠΙΔΑ. Ο Μανδηλαράς εξετάζει τον μάρτυρα κατηγορίας λοχαγό Δαμηλάκο, από τα πρωτοπαλίκαρα της
χούντας. Ο Δαμηλάκος, επιτέθηκε στον Μανδηλαρά μέσα στο στρατοδικείο απειλώντας
τον με τις φράσεις: «Πρόσεξε. Πρόσεξε πώς
μου μιλάς!». Τέτοιες απειλητικές προειδοποιήσεις ο Μανδηλαράς είχε λάβει
πολλές στη διάρκεια της δίκης, αλλά και εκτός αυτής.
14.12.1966: Δίκη
ΑΣΠΙΔΑ. Ο Μανδηλαράς δικάζεται από το στρατοδικείο για ...παρακώλυση της
συνεδρίασης του δικαστηρίου, επειδή επέμενε να υποβάλει ερωτήσεις στον Δαμηλάκο
και καταδικάζεται στην ποινή των 1.000 μεταλλικών δραχμών.
14.12.1966:
Δίκη ΑΣΠΙΔΑ. Ο Μανδηλαράς εξετάζει τον μάρτυρα κατηγορίας ταγματάρχη Θεοφιλογιαννάκο, τον μετέπειτα
αρχιβασανιστή της ΕΣΑ. Ο Θεοφιλογιαννάκος καταθέτει στη δίκη ότι αρχηγός του
ΑΣΠΙΔΑ ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου.
αρχές 1967: Ο
Μανδηλαράς καταθέτει στο στρατοδικείο που δίκαζε την υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ ιατρικό
ντοκουμέντο το οποίο πιστοποιεί ότι ο Συνταγματάρχης Γ. Παπαδόπουλος (ο
μετέπειτα δικτάτορας) είναι σχιζοφρενής. Ο ψυχίατρος που είχε εκδώσει το
πιστοποιητικό βρέθηκε απαγχονισμένος στην κλινική του το πρωί της 21ης Απριλίου
1967.
25.1.1967: Στη
δική στο Εφετείο Πατρών ο Μανδηλαράς αθωώνεται από την 8μηνη φυλάκιση που του
είχε επιβληθεί πρωτόδικα για περιΰβριση του βασιλιά.
28.1.1967:
Δίκη ΑΣΠΙΔΑ: Το στρατοδικείο αποφασίζει τη συνέχιση της δίκης κεκλεισμένων των
θυρών. Η υπεράσπιση αποχωρεί οριστικά από το δικαστήριο σε ένδειξη
διαμαρτυρίας.
30.1.1967: Ο
Μανδηλαράς καταθέτει ως μάρτυρας υπεράσπισης στη δίκη των υπευθύνων της
εφημερίδα ΒΗΜΑ.
1.3.1967:
Ομιλία του Μανδηλαρά σε συγκέντρωση της ΕΛΔΗΝ στην Καλλιθέα.
Μάρτιος 1967: Σε
ένα διάλειμμα της δίκης ΑΣΠΙΔΑ ο Μανδηλαράς λέει στον φίλο του δημοσιογράφο Κ.
Χαρδαβέλα: «Έχω περάσει το όριο της
αντοχής τους. Βρίσκομαι ήδη στην απέναντι όχθη. Να ξέρεις πάντα ότι ο
Μανδηλαράς ούτε θα αυτοκτονήσει ποτέ, ούτε είναι άνθρωπος που θα πάθει ατύχημα.
Αν γίνει κάποτε κάτι, ψάχτε όλοι για τον δολοφόνο...».
6.3.1967:
Ομιλία του Μανδηλαρά σε ογκώδη συγκέντρωση της Πανελλήνιας Επιτροπής Αγώνα για
το Σύνταγμα και τη Δημοκρατία στο θέατρο «Γκλόρια» στην Αθήνα.
16.3.1967: Εκδίδεται
η απόφαση του στρατοδικείου για την υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ. Καταδικάζονται σε βαριές
ποινές 15 αξιωματικοί και αθωώνονται 13. Η μεγάλη αυτή δίκη κράτησε 100 μέρες
(14.11.1966 - 16.3.1967).
16.3.1967: ο
Μανδηλαράς ομιλεί σε προεκλογική συγκέντρωση στην πλατεία Ψυρρή (καφενείο Μουστάκη).
23.3.1967: Ο
Μανδηλαράς περιοδεύει στα χωριά της Πάρου όπου γίνεται δεκτός με ενθουσιασμό
από τους κατοίκους.
14 Απριλίου 1967: Διαλύεται
η Βουλή και προκηρύσσονται εκλογές για τις 29 Μαΐου 1967: ο Μανδηλαράς επιδίωκε
και πάλι να είναι υποψήφιος της Ένωσης Κέντρου στην Αθήνα ή τις Κυκλάδες.
Πολλοί υποστηρίζουν ότι ο Νικηφόρος είχε αποκλειστεί από τους συνδυασμούς. Οι εκλογές εκείνες δεν
έγιναν, αφού τις πρόλαβε το στρατιωτικό
πραξικόπημα της 21 Απριλίου 1967.
2.4.1967: Ο
Μανδηλαράς παρευρίσκεται στη Γενική Συνέλευση του Συλλόγου Κυκλαδιτών Φοιτητών
στην αίθουσα της Αδελφότητας Τηνίων στην Αθήνα και απευθύνει χαιρετισμό.
11.4.1967: ο
Μανδηλαράς εκφωνεί πύρινο λόγο εναντίον των Αμερικανών συμμάχων μας σε
συγκέντρωση στο θέατρο «Παπαϊωάννου». Επισήμανε επίσης ότι στις εκλογές πρέπει
να μπουν στη Βουλή οι άνθρωποι του Λαού, που θα καταφέρουν τη γροθιά τους στις
κεφαλές των ανόμων. «Εκείνο που
ενδιαφέρει είναι όχι μόνον πόσοι, αλλά και ποίοι θα βγουν βουλευταί. Γιατί το
«πόσοι» εύκολα γίνεται... «πόσα...πήρες;».
14.4.1967: Ο
Μανδηλαράς παρευρίσκεται σε φοιτητική συγκέντρωση στα Προπύλαια του
Πανεπιστημίου Αθηνών.
17.4.1967:
Συγκέντρωση της Ένωσης Δημοκρατικών Δικηγόρων Ελλάδας στο Θέατρο «Ακροπόλ»
απαγορευμένη από την αστυνομία. Η συγκέντρωση όμως γίνεται και ο Μανδηλαράς
απευθύνει χαιρετισμό. Στην ομιλία του θα πει: «…Όταν στα δικαστήρια δικάζονται
Έλληνες πολίτες λέει η αστυνομία ότι ...έκαμαν συγκέντρωσιν χωρίς την άδειάν μας,
λες και η ιστορία ποτέ επροχώρησεν με την άδειαν της αστυνομίας... Όταν ο
Ελληνικός λαός ξεσηκώθηκε το 1821 δεν επήρε φυσικά την άδειαν του Σουλτάνου».
19.4.1967:
Ομιλία του Μανδηλαρά σε συγκέντρωση της Ενώσεως Κέντρου στο Περιστέρι.
20.4.1967:
Παρίσταται ως αργά το βράδυ ως μάρτυρας υπεράσπισης σε δίκη των δημοσιογράφων
Βούλτεψη και Κοραχάη. Λίγες ώρες αργότερα θα βγουν στους δρόμους της Αθήνας τα
τανκς της χούντας των συνταγματαρχών.
21.4.1967: Ξημερώματα,
όταν το πραξικόπημα είχε πλέον ξεσπάσει και τα τανκς «κατέβαιναν» στη λεωφόρο
Αλεξάνδρας, ο Νικηφόρος προλαβαίνει και φεύγει
απ’ το σπίτι του και δεν συλλαμβάνεται. Τρεις φορές άλλαξε κρησφύγετο στο
διάστημα των 24 ημερών που έμεινε ελεύθερος πολιορκημένος.
16.5.1967: Το
απόγευμα ο Μανδηλαράς έφυγε από το τελευταίο κρησφύγετό του στη Νέα Σμύρνη για
το μοιραίο ραντεβού με τον πλοίαρχο του RITA V Πέτρο Πόταγα, προκειμένου να
φύγει στο εξωτερικό. Κάπου στη λεωφόρο
Συγγρού στο ύψος του Δέλτα επιβιβάστηκε στο αυτοκίνητό του πλοιάρχου με
κατεύθυνση το Κερατσίνι όπου βρισκόταν το μοιραίο πλοίο. Εκεί θα κλειστεί στην
καμπίνα του πλοιάρχου και από την ώρα εκείνη βαθύ σκοτάδι καλύπτει τα γεγονότα.
Το πιθανότερο είναι ότι από εκείνη τη στιγμή ο Νικηφόρος βρίσκεται δέσμιος στα
χέρια της χούντας.
17.5.1967: Το μεσημέρι
το πλοίο αναχώρησε με κατεύθυνση την Αμμόχωστο Κύπρου.
16-22.5.1967:
Απόλυτο σκοτάδι επικρατεί αυτό το 4ήμερο. Παραμένει ως σήμερα άγνωστο τι
ακριβώς συνέβη και κάτω από ποιες συνθήκες δολοφονήθηκε ο Μανδηλαράς.
18 προς 19.5.1967: κατά
τη διατεταγμένη ιατροδικαστική έκθεση των Καψάσκη-Αγιουντάνη ο Μανδηλαράς πνίγηκε
τις νυκτερινές ώρες στην προσπάθειά του να βγει στις ακτές της Ρόδου, αφού
τραυματίστηκε στο κεφάλι, κατά την κάθοδό του από το πλοίο «Rita V» στη θάλασσα.
22.5.1967: Το
πρωί ντόπιοι ψαράδες βρήκαν στην παραλία Γεννάδι, στη Ν.Δ. πλευρά της Ρόδου το
πτώμα του Νικηφόρου Μανδηλαρά σε απόσταση 12 μέτρων από την ακτή.
Οι ψαράδες ειδοποίησαν την Χωροφυλακή, η οποία όμως βρισκόταν ήδη σε …επιφυλακή
και αναζητούσε τον Μανδηλαρά!!!
23.5.1967: Τρίτη.
Στις εφημερίδες της Ρόδου αναγράφεται η
είδηση: « το πτώμα που εξεβράσθη εικάζεται
ότι ανήκει εις τον δικηγόρον Αθηνών Νικηφόρον Μανδηλαρά». Το ίδιο βράδυ
ξένοι ραδιοφωνικοί σταθμοί (BBC, Ντόϊτσε Βέλε, Μόσχα κ.α.) μετέδιδαν την
τραγική είδηση αναφέροντας ότι το πτώμα ανήκει στον δικηγόρο Νικηφόρο
Μανδηλαρά.
24.5.1967:
Στις Αθηναϊκές εφημερίδες αναγράφεται η είδηση: «το εκβρασθέν εις Ρόδον πτώμα εξηκριβώθη ότι ανήκει εις τον δικηγόρον
Μανδηλαράν».
24.5.1967: Κηδεύεται
εσπευσμένα στη Ρόδο ο Μανδηλαράς παρουσία τριών φίλων του δικηγόρων (Γρ.
Κασιμάτης, Αχ. Αποστόλου, Γ. Χιωτάκης), του θείου του Ν. Σιδερή και του Ναξιώτη
εμπόρου της Ρόδου Μ. Βιτζηλαίου και με την παρουσία μεγάλου αριθμού
χωροφυλάκων.
31.5.1967: Στο
Πλημμελειοδικείο Ρόδου δικάζεται ο
πλοίαρχος του «Rita V» Π.
Πόταγας ύστερα από μήνυση της Άσπας
Μανδηλαρά, με την κατηγορία για φόνο εξ …αμελείας. Πρόκειται για δίκη-παρωδία.
Καταδικάζεται σε φυλάκιση δυο χρόνων και τριών μηνών.
Μάιος 1967: Η
εφημερίδα Ναξιακόν Μέλλον αναγράφει
την είδηση της δολοφονίας του Μανδηλαρά ως ...πνιγμό και ο εκδότης της,
στρατιωτικός δικαστής εν ενεργεία, σχολιάζει με κακεντρέχεια: «Θα ηδύνατο να ευδοκιμήση ως
δικηγόρος-ποινικολόγος αν αφωσιώνετο εις την δικηγορίαν και δεν κατελαμβάνετο
τόσον ενωρίς από το πάθος της πολιτικής, την οποίαν σημειωτέον ήσκει με
αδιαλλαξίαν, πείσμα και μαχητικότητα και η οποία τελικώς τον ωδήγησεν τόσον
προώρως εις τον θάνατον».
25 .6.1967: Η
οικογένεια του Μανδηλαρά τελεί στη Ρόδο 40νθήμερο μνημόσυνο.
12.12.1967: Κατά
την επανάληψη της δίκης του πλοιάρχου Πόταγα στο 3μελές Εφετείο Ρόδου, που
διήρκεσε μόλις τρεις ώρες, χωρίς την
παρουσία της Άσπας Μανδηλαρά, η πρωτόδικη ποινή του μειώθηκε σε 12 μήνες και αποφυλακίστηκε
εξαγοράζοντας το υπόλοιπο της ποινής του, του επιστράφηκε το ναυτικό του
φυλλάδιο και έφυγε στο εξωτερικό (Ν. Αφρική).
9.1.1968: Ο
πλοίαρχος Πόταγας σκοτώνεται σε περίεργο αυτοκινητιστικό δυστύχημα στο
Γιοχάνεσμπουργκ της Ν. Αφρικής (κατά τους συγγενείς του αυτοκτόνησε με
περίστροφο).
25.8.-1.9.1974: Ο
δημοσιογράφος Γιάννης Φάτσης δημοσιεύει σε συνέχειες στο «Βήμα» την αναλυτική
έρευνά του για τη δολοφονία του Μανδηλαρά.
15.9.1974: Η
Ένωση Δημοκρατικών Δικηγόρων Ελλάδας τελεί στη Ρόδο μνημόσυνο στη μνήμη του
Μανδηλαρά, το πρώτο μετά την πτώση της χούντας.
Δεκέμβριος 1974: Ο
Δικηγορικός Σύλλογος Αθήνας προκηρύσσει στη μνήμη του Μανδηλαρά διαγωνισμό με
έπαθλο 60.000 δραχμές για τη συγγραφή μελέτης με θέμα: «η προσβολή των
ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των ατομικών ελευθεριών εν Ελλάδι από του
Μεσοπολέμου μέχρι την πτώση τις 23.7.1974».
1975-76: Ξεκινά η δικαστική έρευνα
για την υπόθεση Μανδηλαρά. Έχουν ήδη προκύψει ενδιαφέροντα στοιχεία όπως το
σήμα της 95 Σ.Δ. προς το 289 Τάγμα της Χωροφυλακής Ρόδου την ημέρα που οι
περίπολοι έψαχναν στη Ρόδο για τον Μανδηλαρά (18-19.5.1967). Το σήμα ανέφερε: «αναγνωρισθείς
εβλήθη υπό περιπόλου».
10.5.1976: Ο
Πρόεδρος της ΕΔΑ Ηλίας Ηλιού καταγγέλλει στη Βουλή ότι οι τέσσερις Έλληνες
Βουλευτές (Στ. Σαράφης, Γρ. Λαμπράκης, Γ. Τσαρουχάς, Αλ. Παναγούλης) καθώς και
ο Νικηφόρος Μανδηλαράς, οδηγήθηκαν σε φυσική εξόντωση από δολοφόνους που διδάχτηκαν
από την αμερικάνικη ΚΥΠ τους πιο πανούργους τρόπους δολοφονίας.
22.5.1976: Το
Υπουργείο Εσωτερικών (συμβούλιο Τοπωνυμιών) και ο Νομάρχης Αττικής ακυρώνουν
απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου Ηρακλείου Αττικής, με την οποία δόθηκε το
όνομα του Μανδηλαρά σε δρόμο της πόλης. Το σκεπτικό της ακυρωτικής απόφασης αναφέρει
ότι ...«είναι πρόωρος η προσδιδομένη τιμή
εις τον Μανδηλαράν».
14.6.1981:
Πεθαίνει στην Κόρωνο σε βαθύ γήρας ο πατέρας του Νικηφόρου Μανδηλαρά.
Απρίλιος 1982: Με
εντολή του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας Στάθη Γιώτα, γνωστού αγωνιστή κατά της
δικτατορίας, ερευνώνται τα υπάρχοντα στο Υ.Ε.Ν. στοιχεία, για τη συμμετοχή
στελεχών του λιμενικού σώματος στη δολοφονία.
Σεπτέμβριος 1982: Το
Δημοτικό Συμβούλιο Νάξου με ομόφωνη απόφασή του έδωσε το όνομα του Νικηφόρου
Μανδηλαρά σε κεντρική πλατεία της πόλης.
15.6.1983:
Γίνεται η μετακομιδή των οστών του Μανδηλαρά από τη Ρόδο στην Αθήνα και
εναποτίθενται σε τάφο δίπλα από εκείνο του Γρ. Λαμπράκη στο Α΄ νεκροταφείο
Αθηνών.
Μάρτιος 1984: Με
αφορμή τις καταγγελίες σε άλλη δίκη του υπαξ. του Λιμενικού Μ. Τρικοίλη, ο
οποίος τον Μάιο 1967 υπηρετούσε στο λιμεναρχείο Ρόδου και είχε δει το πτώμα του Μανδηλαρά, ανοίγει και πάλι ο
φάκελος της δολοφονίας του Μανδηλαρά. Ο Μ. Τρικοίλης, κατηγορούμενος μετά από
μήνυση του Α. Τζάνου, υπολιμενάρχη Ρόδου το 1967, κατέθεσε ότι είχε δει το
πτώμα του Μανδηλαρά και δεν υπήρχαν ενδείξεις πνιγμού (τυμπανισμός, μελάνιασμα
κ.λπ.). Στη δικογραφία της υπόθεσης περιλαμβάνεται για πρώτη φορά και η
φωτογραφία-ντοκουμέντο του πτώματος του Μανδηλαρά, με εμφανές το διαμπερές
τραύμα από πυροβόλο όπλο στο στήθος του. Η έρευνα όμως δεν προχώρησε και οι
δράστες της δολοφονίας δεν εντοπίστηκαν.
Δεκέμβριος 1984: η
Ολομέλεια Εφετών Αθηνών αποφάσισε ομόφωνα την άσκηση νέας ποινικής δίωξης για
«ανθρωποκτονία εκ προθέσεως» εναντίον των φυλακισμένων ήδη ως πρωταιτίων του
πραξικοπήματος πρώην συνταγματαρχών Κ. Παπαδόπουλου, αδελφού του δικτάτορα και
Ι. Λαδά, σε βάρος των οποίων έχουν προκύψει στοιχεία ως υπόπτων για συμμετοχή
τους στη δολοφονίας του Μανδηλαρά.
24.4.1986: Δύο
χρόνια αργότερα το Συμβούλιο Εφετών με το 731 βούλευμα του χαρακτηρίζει ως
ανθρωποκτονία εκ προθέσεως τη δολοφονία του Μανδηλαρά και κατονομάζει ως ηθικούς
αυτουργούς τα πρωτοπαλίκαρα της δικτατορίας Ιω. Λαδά και Κ. Παπαδόπουλο. Καταλογίζει
επί πλέον ευθύνες στον «Υπουργού» Εμπορικής Ναυτιλίας (Αθανασίου) τον Μάη 1967,
στον Αρχηγό του Λιμενικού (Χανίδης), τον Αρχηγό της ΚΥΠ και τον Υπολιμενάρχη
Ρόδου (Αργ. Τζάνος). Στο βούλευμα επισημαίνεται η ύπαρξη επαρκών στοιχείων για
στοιχειοθέτηση του εγκλήματος. Η διερεύνηση όμως και αυτή τη φορά δεν απέδωσε
και η υπόθεση τέθηκε τελικά στο αρχείο.
ΝΙΚΟΣ Ι. ΛΕΒΟΓΙΑΝΝΗΣ
Ιούλιος
2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου