ηθογραφία και εργαλεία το ένστικτο και μια μαγική γνώση για το τι πρέπει να προβληθεί την κάθε στιγμή, για το πόσο πρέπει αυτό να διαρκέσει και πόση πρέπει να είναι η ένταση εκείνου που προηγείται και
αυτού που έπεται, κατάφερε να γράψει έργα ελληνικά και γνήσια στραμμένα στην ανθρώπινη ουσία. «Γράφω μόνο όταν αυτό που γράφω με συναρπάζει» έλεγε και «μόνο εφόσον η συναρπαγή εξακολουθεί μέχρι τέλους και το παραδίδω για παράσταση μόνο εάν πιστεύω στο αποτέλεσμα. Πριν πιάσω μολύβι και χαρτί και αρχίζω να γράφω, χρειάζομαι να πιστεύω ότι ξέρω τα πρόσωπα του έργου τόσο καλά, όσο κάποιους πολύ γνωστούς μου ανθρώπους, που έχω στενές σχέσεις μαζί τους επί χρόνια. Από τα πρώτα χρόνια που καταπιάστηκα με το θέατρο ήθελα η σχέση μου με τα πρόσωπα που θα κατοικήσουν στα έργα μου να είναι ίδια με αυτό που μας συμβαίνει στη ζωή, όταν κάποιος δικός μας, μας κοιτάζει στα μάτια και μας λέει «έχω ανάγκη να σου εκμυστηρευτώ τι μου συμβαίνει». Φυσικά έγραφα και γράφω πάντα «θέατρο χαρακτήρων» […]. Η θέση μου αυτή ήταν μοιραία αφού κατάγομαι από την ματωμένη εποχή του πολέμου, της κατοχής, των στρατοπέδων συγκεντρώσεως, των εμφυλίων συγκρούσεων. Εποχή που η ζωή, ο άνθρωπος και οι αξίες τους είχαν διασυρθεί, εκμηδενιστεί, σκορπιστεί στους πέντε ανέμους». Μετά τις παιδικές του αναμνήσεις από τη γενέθλια Νάξο, νέος πολύ ακόμη, φυλακίζεται για μεγάλο χρονικό διάστημα στο στρατόπεδο συγκέντρωσης "Μαουτχάουζεν" και σαν ημερολόγια γράφει τμηματικά το ομώνυμο έργο, καθώς και τον "Κρυφό Ηλιο" δυο μεγαλειώδη έργα, ύμνους στην ελευθερία. Στα 34 χρόνια του γράφει τον «Δράκο». Ήρωάς του ένας απλός υπάλληλος που κάθε βράδυ αγοράζει ένα κεσεδάκι γιαούρτι. Έναν χρόνο πριν είχε προηγηθεί η «Στέλλα µε τα κόκκινα γάντια» σε μια μετεμφυλιακή αυλή του υπαίθριου συνοικιακού νυχτερινού κέντρου με τη στενόμακρη επιγραφή «η Μαρία». Έργο για μια γυναίκα που βγαίνει από το φόβο και κάνει πάντα ό,τι γουστάρει. Κανένας χαρακτήρας του Καμπανέλλη δεν είναι μονοσήμαντος: γεμάτοι αδιέξοδα, κοινωνικά πλέγματα και βάσσανα μες στ’ αδιέξοδα του ίδιου του κόσμου, τα έργα του Καμπανέλλη αγγίζουν και συγκινούν με την ευρωστία της γραφής, την πρωτογενή τεχνική και το πολυεπίπεδο των σημάνσεων: από την τελική σκηνή της «Εβδόμης μέρας της Δημιουργίας» μιας αυθεντικής λαϊκής τραγωδίας, έως την αγρυπνία της «Ηλικίας της νύχτας», ολόκληρη την «Αυλή των θαυμάτων με τον Ιορδάνη, το Μπάμπη και το Στέλιο μέχρι τη Λίτσα, τον Αντωνάκο και τον παρηκμασμένο Ποριώτη των παλαιών ημερών του Δρόμου, ο Καμπανέλλης σκιαγραφεί ήρωες παραπληρώματα της νεοελληνικής κοινωνικής πινακοθήκης, σα σκηνικές επαληθεύσεις της ίδιας της ζωής, φιλτραρισμένης με τη μαγική δεξιοτεχνία της θεατροποίησης της αλήθειας, της λογοτεχνίας, της ίδιας της ελληνικότητας. Η εμφύλια ανοικτή πληγή, τα εθνικά σύνδρομα, η εξορία του ίδιου του τόπου και των ανθρώπων, ο καθημερινός θάνατος και η μακρινή ευτυχία, τα όνειρα και η αγριότητα της πραγματικότητας, η αρπαχτή και η βουλιμία για το γρήγορο και εύκολο κέρδος, το αγοραίο αίσθημα και η αναισθησία της αγοράς, η τιμωρία και η ταπείνωση, η ντροπή, η κοινή ενοχή, εικόνες καθαρά ελληνικές ενός κόσμου που φεύγει και ενός άλλου που έρχεται, εναλλάσσονται στα ταμπλό του Καμπανέλλη, αναμοχλεύουν τους προβληματισμούς μας και συνθέτουν αυθεντικούς ελληνικούς ήρωες, οικείες φιγούρες και συμπεριφορές εύκολα σε όλους αναγνωρίσιμες. «Όσα έργα και αν γράψουμε ένα είναι αυτό που επιχειρούμε να γράψουμε και απλώς το κυκλοφέρνουμε, επειδή αντιληφθήκαμε μια άλλη όψη του, επειδή οι εξελίξεις –και η προσωπική μας μαζί- το φανέρωσαν αλλιώς ή βαθύτερα» έλεγε ο συγγραφέας. Σε μια εποχή που αφθονεί στη θεατρική γραφή (και όχι μόνο) ο ωμός μαϊμουδισμός, η χλιαρή και άτεχνη καινοφάνεια και η μικροαστική «δήθεν ριζοσπαστική» διάθεση «γενικής» καταγγελίας των πάντων μέσω μιας αδιάφορης, άτροφης και χοντροκομμένης «τέχνης», τα έργα του Καμπανέλλη, μακριά από τις δάφνες κάθε μεταθανάτιας αθανασίας, συγκλονίζουν ακόμη και συγκινούν. Ο συγγραφέας έφυγε µια εβδομάδα μετά τον θάνατο της Νίκης του, της αγαπημένης του συντρόφου στη ζωή. Γλυκός και καθηλωτικός και ο τελευταίος του ήρωας, ο κύριος Θωμάς, ντυμένος με απόλυτη φυσικότητα τις πιτζάμες της απόγνωσής του, αλλά και την αθωότητα ενός μοναχικού υπερήλικα που απέμεινε μονάχος, περιδιάβαινε μες τη μελαγχολία του τέλους τη σκηνή του Θεάτρου των Εξαρχείων, υφαίνοντας μια γνήσια, σιωπηρή και υπόγεια απελπισία. Θα ήταν παράλειψή μου να μην αναφερθώ ειδικά σε τρεις ηθοποιούς που τίμησαν ιδιαιτέρως το έργο του Καμπανέλλη (δυο επαγγελματίες και έναν ερασιτέχνη). Τον Τάκη Βουτέρη που έπαιξε δύο σεζόν (όταν πολλοί άλλοι τον είχαν ξεχάσει, αν και ήταν εν ζωή ακόμη) το μονόπρακτο του συγγραφέα «Δύσκολες νύχτες του κυρίου Θωμά» στο αγαπημένο μου Θέατρο των Εξαρχείων· τον Γιάννη Δρακόπουλο που πέρσι στο Τέχνης ήταν εκπληκτικός ως Αντωνάκος στο «Ο Δρόμος περνά από μέσα» και τέλος τον Βασίλη Λαγογιάννη, που έφυγε πριν μερικά χρόνια απ’ τη ζωή. Ο τελευταίος υπήρξε για μένα ο καλύτερος Στέλιος που έχω δει μέχρι σήμερα στην «Αυλή των Θαυμάτων». Νίκη Κόλλια. ΣΧΟΛΙΑ (0) 341 Στα σκαλοπάτια του Εθνικού Θεάτρου. Κώστας Γεωργουσόπουλος, Ιάκωβος Καμπανέλλης, Θεόδωρος Αγγελόπουλος. Κώστας Καζάκος, Ιάκωβος Καμπανέλλης, Τζένη Καρέζη, Μίκης Θεοδωράκης. 1943-1945 : κρατούμενος στο ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης Mauthausen. Αφηγήθηκε τα όσα έζησε εκεί στο μοναδικό του πεζογράφημα "Μαουτχάουζεν". Το φωτογραφικό "άλμπουμ" των Ναζί. "Οι Ισπανοί αντιφασίστες χαιρετίζουν τις απελευθερωτικές δυνάμεις". Οι SS εγκατέλειψαν το στρατόπεδο στις 3 Μαΐου του 1945. Δύο μέρες μετά, οι κρατούμενοι απελευθερώθηκαν από τον αμερικανικό στρατό Η Αυλή των Θαυμάτων. Θέατρο Τέχνης, 1957-58. Η Αυλή των Θαυμάτων. Φωτ. Elite. Η 'Εβδομη Ημέρα της Δημιουργίας. Εθνικό Θέατρο, Β' Σκηνή, 1955-56. Η 'Εβδομη Ημέρα της Δημιουργίας. Παραμύθι χωρίς 'Ονομα. Νέο Θέατρο Βασ. Διαμαντόπουλου - Μαρ. Αλκαίου 1959-60. Παραμύθι χωρίς 'Ονομα. Η Τζένη Καρέζη με τον Νίκο Κούρκουλο στη Γειτονιά των Αγγέλων σε σκηνοθεσία του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Θέατρο Κοτοπούλη (Ρεξ), 1963. Φωτ. Ίδρυμα Τζένη Καρέζη. Αόρατος Θίασος. Εθνικό Θέατρο- Κεντρική Σκηνή (1989). Οδυσσέα γύρισε σπίτι. Θέατρο Τέχνης, 1966-67. Φωτ. Elite. Ο Δρόμος περνά από μέσα (1992). Βίβα Ασπασία. Θίασος Καρέζη, 1966-67. Φωτ. Elite. Το μεγάλο μας Τσίρκο. Θίασος Καρέζη-Καζάκου, 1972-73. Το μεγάλο μας Τσίρκο. Το μεγάλο μας Τσίρκο. Οι δύσκολες νύχτες του κύριου Θωμά. Το τελευταίο μονόπρακτο. Ο Δράκος (1956), ταινία του Νίκου Κούνδουρου βασισμένη σε σενάριο του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Με τους Ντίνο Ηλιόπουλο, Μαργαρίτα Παπαγεωργίου, Γιάννη Αργύρη, Θανάση Βέγγο, Στέφανο Στρατηγό, Ανέστη Βλάχο. Φωτ. Ταινιοθήκη της Ελλάδας. Ο Δράκος. Φωτ. Ταινιοθήκη της Ελλάδας. Ο Δράκος. Φωτ. Ταινιοθήκη της Ελλάδας. Κυριακάτικοι ήρωες - Οι άσσοι του γηπέδου (1956), ταινία του Βασίλη Γεωργιάδη. Σενάριο του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Γυμνοί στο δρόμο (1969), ταινία της Φίνος Φιλμς σε σενάριο και σκηνοθεσία Γιάννη Δαλιανίδη, με τη Ζωή Λάσκαρη και τον Νίκο Κούρκουλο. Αρχική πηγή του σεναρίου η Γειτονιά των Αγγέλων του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Γυμνοί στο δρόμο. Κορίτσια στον 'Ηλιο (1968), ταινία του Βασίλη Γεωργιάδη. Σενάριο του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Μουσική του Σταύρου Ξαρχάκου. Στέλλα (1955), ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη, βασισμένη στο θεατρικό έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια». 'Επαιζαν η Μελίνα Μερκούρη, ο Γιώργος Φούντας, ο Αλέκος Αλεξανδράκης, η Χριστίνα Καλογερικού, η Σοφία Βέμπο, η ΒούλαΖουμπουλάκη, ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, η Τασώ Καββαδία, η Νίτσα Παππά, η Κώστας Κακκαβάς. Στέλλα. Στέλλα. Στέλλα. Καλλιτέχνης είναι και ο τσαγκάρης Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, η ζωή του, η τέχνη, το θέατρο, η Ελλάδα, σε μια αδημοσίευτη συνέντευξή του στην Καθημερινή. Της Βασιλικης Χρυσοστομιδου. Η «Κ» δημοσιεύει σήμερα (03-04-2011) μία συνέντευξη που δεν δημοσιεύθηκε όσο ο Ιάκωβος Καμπανέλλης ήταν εν ζωή – άφησε την τελευταία του πνοή την περασμένη Τρίτη 29 Μαρτίου, στα 89 του χρόνια. Με αυτήν την ανέκδοτη έως σήμερα συζήτηση, μια εξομολόγηση αυτοβιογραφική και χωρίς τετριμμένα λόγια, έχουμε την ευκαιρία να αποχαιρετίσουμε έναν σπουδαίο άνθρωπο, με έντονο και εξαιρετικά σημαντικό δημόσιο λόγο, έναν συγγραφέα που ανανέωσε το σύγχρονο ελληνικό θέατρο. Σε εκείνη τη συνέντευξη, ο Ιάκωβος Καμπανέλλης είχε ξεκινήσει με αυτά τα λόγια: «Λάβετε υπόψη σας ότι είμαι... αρκετά γνωστός. Δεδομένου ότι τα γεγονότα της ζωής μας είναι μοναδικά, αναγκάζομαι να λέω τα ίδια και τα ίδια. Αν με ρωτήσετε, για παράδειγμα, "πώς σας ήρθε να βγείτε στο θέατρο;", θα χρειαστεί να πω κάτι χιλιοειπωμένο, που είναι γραμμένο παντού. Με συγχωρείτε αν σας δημιουργώ δυσκολίες, αλλά θα έχει βαρεθεί πια ο κόσμος να μας ακούει. Η αλήθεια είναι πως, όταν μου ζητούν μια συνέντευξη, λέω "ναι", όμως το κάνω από αδυναμία να αρνηθώ. Γι' αυτό, φροντίστε σας παρακαλώ, να μην επαναληφθώ». – Αν ανατρέξετε στην παιδική σας ηλικία, ποια στιγμιότυπα σάς έρχονται πρώτα στο μυαλό; – Πάντα πηγαίνει ο νους μου στο αγαπημένο μας παιχνίδι: να φτιάχνουμε καραβάκια. Το μέρος όπου μεγάλωσα, η Χώρα της Νάξου, είναι παραθαλάσσιο. Επειδή τότε δεν είχαμε ούτε καν μία μπάλα για ποδόσφαιρο, τα παιχνίδια μας ήταν πάντα με τη Φύση και πάντα τα φτιάχναμε μόνοι μας. Πηγαίναμε σε μια ακρογιαλιά – Ορώντα έλεγαν το μέρος. Ηταν η «αποθήκη» των υλικών μας εκεί. Χρησιμοποιούσαμε τα ξύλα που ξεβράζει η θάλασσα. Παίρναμε ένα κομμάτι σανίδι, το κόβαμε λίγο, το διορθώναμε. Ενα κομμάτι από τενεκεδοκούτι έμπαινε στην πρύμνη, για τιμόνι. Πανιά ήταν τα φτερά από τα κοράκια συνήθως, άλλες φορές από γλάρους. Ετοιμο το καραβάκι μας. Το ρίχναμε στη θάλασσα και, ανάλογα με τον καιρό, πιστεύαμε ότι το έβρισκαν παιδιά από τη Μύκονο ή την Πάρο απέναντι. Αυτή είναι μια εικόνα που μου έρχεται πάντα στο μυαλό. Οπως και ένα άλλο παιχνίδι που κάναμε: πηγαίναμε σε ένα λόφο κοντά στη θάλασσα που ανέφερα πριν και σκάβαμε αυλάκια – κάτι λαγούμια, στενά μεν, αλλά με μεγάλο μήκος. Στη συνέχεια, τα σκεπάζαμε από πάνω με χώμα, φύλλα ή ό,τι άλλο βρίσκαμε. Ηταν για να κυκλοφορούν το χειμώνα, οι σαύρες και τα μυρμήγκια, χωρίς να βρέχονται. Αισθανόμασταν ότι κάνουμε κάτι σημαντικό έτσι – δεν ήταν μόνο για να περάσει η ώρα... – Γιατί ξεχωρίζετε τα συγκεκριμένα παιχνίδια; – Επειδή δίνουν μια προέκταση σ' αυτό που γίνεται: το καραβάκι που δεν πλέει απλώς αλλά που το βλέπαμε να φεύγει, να πηγαίνει κάπου, που πιθανόν είχε κάποιον παραλήπτη. Ή τα αυλάκια για τα μυρμήγκια και τις σαύρες είχαν μια συνέχεια, μια χρήση. Ηταν, δηλαδή, παιχνίδια που δεν τελείωναν στο φτιάξιμό τους. – Ησασταν μαθητής του δημοτικού και ο δάσκαλός σας πρόβλεψε ότι θα γίνετε συγγραφέας. Ακούγοντάς το, εσείς αντιδράσατε με κλάματα. Γιατί; – Ημουν στην τρίτη δημοτικού. Αγαπούσα πολύ τον δάσκαλό μου. Ηταν ένας ψηλός και εύρωστος άνδρας, ο οποίος όμως, είτε σου έλεγε μια καλή κουβέντα είτε σε μάλωνε, είχε τον ίδιο βαρύ τόνο στη φωνή του. Κι αν δεν καταλάβαινες ακριβώς τις λέξεις που χρησιμοποιούσε, παιδευόσουνα να δεις αν σε έχει επαινέσει ή αν σε έχει επιπλήξει. Εχοντας διακρίνει στις εκθέσεις μου κάποια πράγματα που του άρεσαν, μου είπε με τον κατηγορηματικό τρόπο που περιέγραψα: «Εσύ θα γίνεις συγγραφέας». Εγώ δεν ήξερα τι σημαίνει αυτή η λέξη. Το μυαλό μου πήγε στο ότι θα γίνω «αχθοφόρος» ή «σκουπιδιάρης». Λέω «κάτι κακό» θα είναι κι έβαλα τα κλάματα... Η αγάπη για το βιβλίο – Πώς ξεκίνησε αυτή η «ιστορία αγάπης» για τα βιβλία; – Εξωσχολικά βιβλία δεν είχαμε ως παιδιά – το πολύ πολύ να ξαναδιαβάζαμε το βιβλίο της Ιστορίας ή των Θρησκευτικών. Οταν ήμουν περίπου 11 ετών, κάποια οικογένεια με παιδιά –ακροσυγγενείς μας– ήρθε να παραθερίσει στη Νάξο και τα παιδιά κουβάλησαν ολόκληρη παιδική βιβλιοθήκη μαζί τους: Πηνελόπη Δέλτα, Ιούλιο Βερν, Διάπλαση των Παίδων... τέτοια. Δανείστηκα μερικά, μου χάρισαν και κάποια φεύγοντας. Τα τρία ή τέσσερα βιβλία που απέκτησα τότε ήταν θησαυρός! – Να περάσουμε στην εμπειρία της Γερμανίας... – Οχι στη Γερμανία. Σε ναζιστικό στρατόπεδο συγκεντρώσεως. Το οποίο ήταν γερμανικό. – Θα περίμενε κανείς να έχετε υιοθετήσει μια εικόνα ματαιότητας των πραγμάτων, μια αίσθηση του πεπερασμένου της ανθρώπινης ύπαρξης. Ισχύει κάτι τέτοιο; – Φυσικά υπάρχει η αίσθηση της ματαιότητας. Δεν ήταν μόνο ότι ήσουν αυτόπτης μάρτυρας ενός αδιανόητου εγκλήματος, αλλά ότι κάθε στιγμή εκεί μέσα ήσουν μελλοθάνατος. Βγαίνοντας, όχι μόνο ωριμάσαμε, αλλά και γεράσαμε πρόωρα. Δεν ήταν «στρατόπεδα συγκεντρώσεως» αλλά «εξοντώσεως»: τερατώδη εγκλήματα, που κάτω από διαφορετικές συνθήκες θα προϋπέθεταν αιώνες για να γίνουν, εδώ τα ζούσες «κονσομέ», συμπυκνωμένα. – Η φαντασία λειτούργησε σαν σανίδα σωτηρίας στη διάρκεια της παραμονής σας εκεί; – Η φαντασία πάντα βοηθάει. Εχοντας διαβάσει τόσα βιβλία, το μυαλό μου έβρισκε διεξόδους. Η νιότη μου ήταν το άλλο που με προστάτευε. Ημουν μόνο 21–22 ετών. Οπως όλοι οι νέοι, που διανύουν μια περίοδο τυχοδιωκτισμού, με διέκρινε μια επιπολαιότητα, ονειρευόμουν ότι θα επιζήσω, θα κάνω ό,τι θέλω. Δεν ήμουν ένας 45άρης ή 50άρης, ο οποίος ένιωθε όμηρος της σκέψης για την οικογένειά του. – Με ποιο τρόπο ανακαλύπτουμε τον εαυτό μας; Μόνο μέσα από τα βάσανα και τις αγωνίες; – Δεν ξέρω αν υπάρχει απάντηση ή αν ανακαλύπτουμε τον εαυτό μας μόνο μέσα από τα έντονα πράγματα. Γιατί μπορεί μια παρατήρηση ψυχρή να αποκαλύψει πράγματα που δεν θα αποκάλυπτε ένα συναίσθημα – ένας πόνος ή μια τεράστια χαρά. Αλλωστε, υπάρχουν εγγυήσεις γι' αυτό; Εγώ αμφιβάλλω αν έχω βρει τον εαυτό μου... Καμαρώνω πολύ που είμαι Ελληνας – Σε ποιο βαθμό θεωρείτε ότι ένας άνθρωπος μπορεί να επηρεάσει τη ροή των κοινωνικών πραγμάτων; – Νομίζω ότι ο κάθε άνθρωπος μπορεί να την επηρεάσει. Να αλλάξει τον κόσμο, αποκλείεται. Σκεφθείτε ότι τόσοι, σπουδαίοι άνθρωποι πέρασαν από την ανθρωπότητα, αλλά ο κόσμος δεν άλλαξε. Μην έχουμε, όμως, πάντα στο μυαλό μας τον «μεγάλο ζωγράφο» ή τον «μεγάλο μουσικό». Ο κάθε άνθρωπος μπορεί να κάνει κάτι. – Λένε πως η εξέλιξη έρχεται μέσα από την ανατροπή. Τι σημαίνει για σας ανατροπή; – Η ιστορία προχωράει και κινείται με κάποιους δικούς της νόμους. Οι ανατροπές εντάσσονται σ' αυτήν τη διαδρομή. Το κακό είναι ότι, ενώ αυτές οι ανατροπές στο ιστορικό γίγνεσθαι είναι γεμάτες ιδανικά και ρομαντισμό, αφού ολοκληρωθεί η ανατροπή, γίνεται καθεστώς κι αρχίζει η διαφθορά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο Ναπολέων, ο οποίος μετά τη Γαλλική Επανάσταση, πήρε μόνος του το στέμμα από τα χέρια του αρχιεπισκόπου και το φόρεσε. Ακολούθησαν οι ναπολεόντειοι πόλεμοι, αιματοκυλίστηκε η Ευρώπη και εδραιώθηκε η θέση των βασιλιάδων, με αποτέλεσμα να μη σαλεύει ρουθούνι για την ελευθερία. – Τι σημαίνει για σας Ελλάδα; Θα μου δώσετε μερικές λέξεις ή εικόνες αντιπροσωπευτικές; – Τα παιχνίδια που ανέφερα, οι γονείς μου, η υπέροχη γλώσσα μας, η ομορφιά αυτού του τόπου που δυστυχώς καταστρέφεται, η καταπληκτική μυθολογία και η ιστορία της, πράγματα που αποτελούν και το ατομικό μου παρελθόν. – Καθώς μιλούσατε για τη γλώσσα, διέκρινα μια σπίθα στα μάτια σας... – Ναι, καμαρώνω πάρα πολύ που είμαι Ελληνας. Και έχουμε μια μεγάλη περιουσία, την οποία δεν διαχειριζόμαστε καλά. Σκεφθείτε το εξής: πηγαίνεις στο τελευταίο χωριό της Ελλάδας και βλέπεις την αγράμματη κυρούλα, να πηγαίνει την Κυριακή στην εκκλησία, να ακούει τα Ευαγγέλια που γράφτηκαν τον πρώτο αιώνα μετά Χριστόν και να καταλαβαίνει. Πόσοι λαοί σ' αυτό τον πλανήτη έχουν το χάρισμα αυτής της κυρούλας; Λοιπόν, αυτή τη σπουδαία γλώσσα μιλάμε, αλλά δυστυχώς την αφήνουμε να κακοποιείται – είτε μέσα από τη λανθασμένη χρήση της, είτε μέσα από το περιορισμένο λεξιλόγιο, είτε ακόμη και χρησιμοποιώντας ξένες λέξεις στη θέση των ελληνικών. Είναι σαν να μην καμαρώνεις επειδή ο μπαμπάς σου ήταν κάποιος σπουδαίος άνθρωπος. Το ταλέντο δεν επαρκεί – Ποια η διαφορά ανάμεσα στον ηθοποιό και τον καλλιεργημένο ηθοποιό; – Αν είναι καλός ηθοποιός, καμία. Ομως, το ταλέντο δεν τον καθιστά επαρκή. Πρέπει να διαβάζει, να μορφώνεται, να ενημερώνεται. – Καλλιτέχνης ποιος είναι; – Κάποτε, στη Νάξο, είχαμε πάει εκδρομή. Μπήκαμε σε ένα μιτάτο –μιτάτα είναι οι στάνες που φτιάχνουν και τυρί μέσα οι βοσκοί– και ζητήσαμε να πάρουμε τυρί. Ο βοσκός μάς έδωσε, προειδοποιώντας μας ότι «αυτό το τυρί δεν είναι πολύ καλό». Πιάνουμε την κουβέντα. Κλαίγοντας σχεδόν, μας εξομολογήθηκε το παράπονό του: «Δεν μ' αφήνουν πια να κάνω το καλό τυρί!» – προφανώς για να τελειώνει πιο γρήγορα η δουλειά ή να βγαίνουν περισσότερα χρήματα. Μέγας καλλιτέχνης αυτός. Οπως καλλιτέχνης είναι ο τσαγκάρης που φτιάχνει τα «γαμπρικά» παπούτσια. Καλλιτέχνης είναι αυτός που επιδιώκει να κάνει το «ωραίο», το «καλύτερο». Και δεν χρειάζεται να τον αναζητούμε πάντα στις «φίρμες». Υπήρχε προδιάθεση – Θεωρείτε ότι υπάρχει μια μαγική στιγμή, που γίνεται ένα κλικ και βγαίνει το ταλέντο; – Με κλικ, όχι. Υπάρχει μια προδιάθεση, ακόμη και εν αγνοία του ίδιου του ατόμου. Ερχεται ο Καμπανέλλης από ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, μπαίνει σε ένα θέατρο και κατασυγκινείται, επειδή βλέπει κάτι ανθρώπους που ζουν το δραματάκι τους. Ανακάλυψα τότε τη δύναμη της τέχνης, τη δύναμη του μεγαλοφυούς θεατρικού ψεύδους. Υπήρχε όμως ένα υπόβαθρο: Είχα διαβάσει πολλή λογοτεχνία, ήξερα Ντοστογιέφσκι απ' έξω. Δεν μπήκα στα καλά καθούμενα σ' ένα θέατρο κι έγινε ό,τι έγινε. ΣΠΥΡΟΣ ΣΤΑΒΕΡΗΣ 2.12.2012 | 00:05
Πηγή: www.lifo.gr
1943-1945 : κρατούμενος στο ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης Mauthausen. Αφηγήθηκε τα όσα έζησε εκεί στο μοναδικό του πεζογράφημα "Μαουτχάουζεν". Πηγή: www.lifo.gr |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου