Με αφορμή την κατάληψη του Λυκείου Νάξου (2009): «έλλειμμα εμπιστοσύνης και αξιοπιστίας»…
Εδώ και αρκετά χρόνια, κάθε Νοέμβρη περίπου, ένα κύμα καταλήψεων σαρώνει πολλά λύκεια της χώρας. Το φαινόμενο δεν είναι απλά «μόδα» («του συρμού»)· απηχεί βαθύτερα, σοβαρά και χρόνια προβλήματα της δημόσιας δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Αποκαλυπτικό είναι ότι τα φροντιστήρια, κατά το διάστημα των καταλήψεων, συνεχίζουν κανονικά την λειτουργία τους και μάλιστα εντατικοποιούν τα ωράριά τους, για να ανταποκριθούν στις ανάγκες των μαθητών που, προφανώς, δεν καλύπτονται με ένα σχολείο κλειστό ή δυσλειτουργικό και κατά συνέπεια αναξιόπιστο, αν όχι επικίνδυνο.
Πιθανώς το πιο κρίσιμο ερώτημα –το οποίο τίθεται ανοικτά σε κάθε ενδιαφερόμενο, ως στοίχημα για τους μάχιμους εκπαιδευτικούς, αλλά συγχρόνως και ως πολιτικό-πολιτειακό διακύβευμα– είναι αν και κατά πόσο το ελληνικό δημόσιο σχολείο (προπάντων στη λυκειακή βαθμίδα) μπορεί να πείσει πλέον για την αξία του, για την ουσιαστική συμβολή του στην εκπαίδευση των νέων. Δυστυχώς, πολλοί μαθητές και οι γονείς τους αισθάνονται ότι πρόκειται για «χαμένο χρόνο». Από πολλές απόψεις δεν εμπιστεύονται το σχολείο και οι ίδιοι προβάλλουν σοβαρούς λόγους γι' αυτό. Όταν, μάλιστα, το ζήτημα αφορά την 3η λυκείου, τότε, πολλοί δεν αντιτίθενται στις καταλήψεις διότι προτιμούν «να κάτσουν τα παιδιά τους στο σπίτι για να διαβάσουν».
Πώς μπορεί να ανασκευαστεί μια τέτοια στάση; Απαραίτητη προϋπόθεση είναι το σχολείο να λειτουργεί αποτελεσματικά και με συνέπεια, κατά τρόπο που να εμπνέει εμπιστοσύνη σε όλους τους ειλικρινά ενδιαφερομένους. Οι καταλήψεις –μεταξύ άλλων– δεν αρμόζουν σε αυτή την προοπτική.
Τι μπορεί να γίνει εδώ και τώρα;
Μερικά ζητήματα ξεφεύγουν από τις δυνατότητες παρέμβασης μιας τοπικής κοινωνίας ή απαιτείται πολύς χρόνος και έργα για την αλλαγή των συνθηκών. Τέτοια είναι, π.χ., το πλαίσιο της εκπαιδευτικής νομοθεσίας, η «βάση του 10», η εξετασιοκρατία του λυκείου, η διαμάχη για την ποινικοποίηση –ή μη– των καταλήψεων, αλλά και η διαδεδομένη νοοτροπία της επένδυσης στην ατομική επιχείρηση («εμπιστεύομαι τον εκπαιδευτικό που πληρώνω και όχι εκείνον που πληρώνεται από το Δημόσιο»).
Υπάρχουν όμως και απλές κινήσεις, που μπορούν να γίνουν άμεσα σε τοπικό επίπεδο, σε συνεργασία με τους υπεύθυνους φορείς (δηλαδή την Διεύθυνση του Σχολείου, τον Σύλλογο Γονέων και Κηδεμόνων, τον εκπρόσωπο του Δήμου και τους εκπροσώπους των Μαθητικών Κοινοτήτων), με στόχο την διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας του (κάθε) σχολείου. Κρίσιμη σημασία έχει το σχολείο να πείθει για την αξία του, να πείθει ότι οι μαθητές δεν χάνουν εκεί τον χρόνο τους και ότι προβλήματα όπως η έλλειψη βιβλίων, η ασφάλεια, υγιεινή και ευπρέπεια του σχολικού χώρου –ή άλλα παρόμοια– αντιμετωπίζονται έγκαιρα και αποτελεσματικά. Η συνεργασία αυτή, όμως, χρειάζεται να γίνεται σε μόνιμη βάση, με σχέδιο, συστηματικά, από μία ολιγομελή και κατά συνέπεια ευέλικτη ομάδα, από ένα «σχολικό συμβούλιο» που διαβουλεύεται σε εγκάρδιο κλίμα, με διαφάνεια και πνεύμα ισηγορίας· όχι υπό την πίεση του «τετελεσμένου» ή την απειλή της κατάληψης. Τι εμποδίζει την σύσταση και λειτουργία μιας τέτοιας επιτροπής από την αρχή κάθε σχολικού έτους, έτσι ώστε να προκύπτουν απτά αποτελέσματα; Μήπως το «έλλειμμα εμπιστοσύνης» ότι όσα συμφωνηθούν δεν (;) θα τηρηθούν;
Παναγιώτης Γατσωτής, φιλόλογος του Λυκείου Νάξου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου