από το βιβλίο του φιλόλογου Νίκου Λεβογιάννη: «Νεότερη Ιστορία της Νάξου-οι Πολιτικοί τ. Α΄»
Στις 30 προς 31 Μαΐου 1941 ο Γλέζος με τον Σάντα εκτελούν την απόφασή τους να «γκρεμίσουν» τη σβάστικα από τον ιερό βράχο της Ακρόπολης. Γράφει ο ίδιος ο Γλέζος: «Μια μέρα, καθισμένοι στα
σκαλοπάτια του Ζαππείου, με το Λάκη , συλλάβαμε την ιδέα του κατεβάσματος της
σβάστικας, της πολεμικής σημαίας του Γ΄ Ράιχ, από την Ακρόπολη. Αφού μελετήσαμε
όλες τις διόδους, επελέξαμε την είσοδο από το πέρασμα της Σπηλιάς της Αγραύλου και το βράδυ της 9ης Μαΐου 1941, επιχειρήσαμε ν’ ανεβούμε και ανεβήκαμε. Μόλις όμως φτάσαμε στην έξοδο, στα ερείπια του Ναού των Αρρηφόρων, είδαμε τις σκηνές των στρατοπεδευμένων Γερμανών και τα αντιαεροπορικά τους πολυβόλα, τα οποία δεν φαίνονταν από κάτω.
Τελικά αποφασίσαμε και πήγαμε
στις 31 Μαΐου 1941, μέρα που, όπως ανήγγειλαν οι Γερμανοί, ολοκληρώθηκε η
κατάληψη της Κρήτης, για να δείξουμε, πως ο αγώνας του ελληνικού λαού
συνεχίζεται και δεν σταμάτησε».
Ο ίδιος ο ελληνικός λαός
δεν έμαθε στη διάρκεια της κατοχής τα ονόματα εκείνων των γενναίων. Στις 25ης
Μαρτίου 1945, την ημέρα της εθνικής γιορτής, πρώτες οι εφημερίδες «Ριζοσπάστης»
και «Ελευθερία» αποκάλυψαν τα ονόματα των δύο τολμηρών νέων και δημοσίευσαν
συνεντεύξεις τους και τους «παρέδωσαν» στον ελληνικό λαό και την ιστορία.
Αλλά καλύτερα να παραθέσω
το κείμενο, που είχα γράψει και είχα δώσει και δημοσίευσε ο «Ριζοσπάστης» στις
25 Μαρτίου 1945. Σ’ αυτό το κείμενο, που το παραθέτω ολόκληρο, χωρίς
προσθαφαιρέσεις, δεν υπάρχει η λεπτομέρεια της ανόδου μας στον Ιερό Βράχο, στις
9 Μαΐου 1941, γιατί τότε ενδιέφερε το γεγονός του κατεβάσματος της σβάστικας
στις 30-31 Μαΐου 1941. Είναι όμως δημοσιευμένο στην Ιστορία της Αντίστασης,
εκδ. «Αυλός», Αθήνα 1977, τόμος 1ος, σελ. 220-226».
«Χίλιες ιδέες περνούσαν από τα κεφάλια μας.
Νάχαμε πιστόλια! Να κρυβόμασταν σε καμιά γωνιά, να πυροβολούσαμε Γερμανούς!
Γύρω μας οι σακάτηδες της Αλβανίας έσερναν τα καροτσάκια τους. Χαμένα λοιπόν,
όλα. Η «ηγεσία» πρόδωσε κι έφυγε. Τα ραδιόφωνα ούρλιαζαν. Οι Εφημερίδες
λιβάνιζαν και οι μανάδες έκλαιγαν και καρτερούσαν τους «αγύριστους».
Έτσι στις 30 του Μάη του
1941, γυρίζαμε άσκοπα στους στυγνούς δρόμους της Αθήνας.
-Λάκη, το βλέπεις κείνο εκεί;
Το
φασιστικό σύμβολο, πελώριος συμπυκνωμένος βραχνάς, πλάκωνε τον ουρανό της Αθήνας. Δεν χρειαζόντανε περισσότερα λόγια. Ο
ένας κατάλαβε τον άλλον.
Σε μας έλαχεν ο κλήρος-απλοί,
ανώνυμοι ερμηνευτές της φλόγας ενός ολόκληρου λαού, της θέλησής του, θα
προβαίναμε στην υποστολή της γερμανικής σημαίας.
Δώσαμε τα χέρια και χωρίσαμε. Το
βράδυ, ραντεβού στις 8 στην πλατεία Κουμουνδούρου (Ελευθερίας). Όταν
ανταμώσαμε, τα χέρια μας σφίχτηκαν νευριασμένα. Δεν ήταν από φόβο. Ήταν από συγκίνηση για το μεγάλο σκοπό, για την επιτυχία!
Είχε
σκοτεινιάσει το φεγγάρι είχε βγει. Ήταν μια όμορφη Αττική βραδιά. Αμίλητοι
προχωρήσαμε μέσα απ’ την Πλάκα. Απ’ το πρωί είχαμε κανονίσει τις τεχνικές
λεπτομέρειες κι είχαμε μαζί μας ένα κλεφτοφάναρο. Κάναμε μια βόλτα γύρω απ’ την
Ακρόπολη. Η γερμανική φρουρά φαινότανε. Τάχα στον κοντό να υπήρχε σκοπός; Ήταν,
δεν ήταν, εμείς θ’ ανεβαίναμε. Σε μια στιγμή, που δεν φαινόταν κανένας γύρω,
πηδήξαμε το συρματόπλεγμα πούναι γύρω στο δασάκι των πεύκων της βόρειας πλευράς
και σιγά-σιγά, ο ένας πίσω απ’ τον
άλλον, προχωρούσαμε σκαρφαλώνοντας στ’ απόκρημνα βράχια. Φτάσαμε σε μια πορτίτσα
ξύλινη, πού’ φραζε το άνοιγμα, που υπάρχει εκεί που αρχίζουν τα τείχη. Στην
είσοδο, που κατά τους αρχαιότερους Αθηναίους, μπαινόβγαινε το ιερό φίδι του
Παρθενώνα. Ευτυχώς, το λουκέτο δεν ήταν κλειστό. Σπρώξαμε και μπήκαμε. Είχαμε
φτάσει.
Με
κομμένες τις αναπνοές ρίξαμε ένα βλέμμα γύρω μας: Δεξιά τα Προπύλαια, απέναντι
ο Παρθενώνας, αριστερά το Ερεχθείο, ψηλά, μεγαλόπρεπα, φωτιζόταν υποβλητικά απ’
το φεγγάρι. Τα σπασμένα μάρμαρα σκόρπια παντού, κάτω απ’ το ιδιόχρωμο εκείνο
φως, παρουσίαζαν περίεργα σχήματα. Προς το παρόν κανένας Γερμανός δεν φαινότανε.
Σκυφτοί καθώς είμαστε, κρυβόμενοι πίσω απ’ τα μάρμαρα, προχωρούσαμε.
Κάπου-κάπου πετούσαμε μακριά κανένα πετραδάκι, ώστε να δημιουργείται θόρυβος
έξω από κει που ευρισκόμεθα εμείς, ώστε αν υπήρχε κανένας σκοπός, να προσέξει
προς τα εκεί και ν’ αποφύγουμε εμείς τον κίνδυνο. Ως την ώρα δεν είδαμε ούτε
ίχνος σκοπού. Εδώ, όμως, ήταν τα σκούρα: Μήπως σ’ εκείνο το κυκλικό τειχάκι
υπήρχε κανένας;
Για πολλήν ώρα, πίσω απ’ τη
σκιά του βορείου τείχους, σταματήσαμε. Έπειτα όμως, θαρραλέα προχωρήσαμε προς
τη βάση του κοντού. Δεν υπήρχε κανένας. Από πάνω μας, κυμάτιζε το φασιστικό
σύμβολο.
Λύσαμε το συρματόσχοινο κι
αρχίσαμε να τραβάμε για να την κατεβάσουμε. Μα τα σύρματα δεν άκουγαν. Είχαν
μπλεχτεί. Η σημαία δεν κατέβαινε.
Τι έπρεπε να γίνει;
Να κατέβη η σημαία! Απαντούσε η φωνή της συνειδήσεως, η φωνή του
σκλαβωμένου λαού!
Το μυαλό δούλευε γρήγορα.
Άρπαξα το σιδερένιο κοντό κι άρχισα ν’ ανεβαίνω, έπιασα τη σημαία και άρχισα να
την τραβάω. Τίποτα όμως…Δεν έπεφτε!
Κουράστηκα και κατέβηκα.
Δεύτερη απόπειρα έφερε τα
ίδια αποτελέσματα.
–Τώρα, Λάκη, η σειρά σου! Είπα στον σύντροφό μου.
Όμως ούτε κείνος μπόρεσε.
Για τρίτη φορά, τότε,
αναρριχούμαι με λύσσα, με δόντια και με χέρια κρεμάστηκα από τη σημαία. Ούτε,
τώρα, όμως τίποτα. Η σημαία, όμως, έπρεπε να κατεβεί. Και κατέβηκε! Και να πώς:
Το σιδερένιο κοντάρι υποβασταζότανε
από τρία συρματόσκοινα. Το λύσαμε από κει που ήταν δεμένα και δίνοντας παλμικές
κινήσεις στο κοντάρι τα ξεμπλέξαμε και η σημαία έπεσε πάνω μας και μας
κουκούλωσε.
Ξεκουκουλωθήκαμε και
βάζοντάς την κάτω, αγκαλιαστήκαμε και χορεύαμε πατώντας τα φασιστικά σύμβολα!
Εκείνη την ώρα το φεγγάρι χανότανε πίσω απ’ το Αιγάλεω. Κόψαμε από ένα κομμάτι
ο καθένας, εκεί κοντά στον αγκυλωτό σταυρό.
Τα κομμάτια αυτά τα πήραμε
μαζί μας, αλλά στον καιρό της τρομοκρατίας οι μανάδες μας τα ’κάψαν! Την
υπόλοιπη τη μαζέψαμε γρήγορα γρήγορα και τη ρίξαμε στο ξεροπήγαδο που βρίσκεται
ανάμεσα στα τείχη και στο Βράχο. Ίσως, τώρα, ύστερα από τόσα χρόνια να’ χει πια
λειώσει!
Γυρίζοντας αργά στα σπίτια
μας, μας έπιασε ο φρουρός έξω απ’ το Κρατικό Ταμείο (Ερμού). Η ώρα ήταν 12, 10΄
και η κυκλοφορία είχε σταματήσει. Του δικαιολογηθήκαμε ότι είμαστε σε γλέντι
και μας άφησε.
Και πραγματικά σε γλέντι
είμαστε, διότι εκείνο που ποθούσαμε είχε γίνει. Η απαρχή του σκληρού αγώνα
έγινε. Το μάθημα στους Γερμανούς είχε δοθεί» .
Ο
Γλέζος αποκαλύπτει το όνομα του σκοπού. «ήταν
ο αστυφύλακας Παν. Βουτόπουλος. Κράτησε τα ονόματά μας, αλλά κράτησε και το
μυστικό για τη σημαία, όταν την άλλη μέρα κατάλαβε ποιοι θα ήταν οι δράστες του
εγχειρήματος».[1]
Να σημειωθεί ότι απολύθηκε από τη
θέση του, όπως και ο διοικητής του Β΄ Αστυνομικού Τμήματος Κων. Μαρουλάκος κι ο
διευθυντής της Υποδιευθύνσεως Αστυνομίας Αθηνών Νικ. Τσαούσης, με εντολή των
Γερμανών, διότι στην αρμοδιότητά τους υπαγόταν η περιοχή της Ακρόπολης . Οι
Γερμανοί καταδίκασαν ερήμην σε θάνατο τους άγνωστους τότε δράστες.
Όταν
γύρισε εκείνο το βράδυ ο Γλέζος στο σπίτι του, βρήκε τη μάνα του να τον
περιμένει με αγωνία στο κατώφλι.
Ο
ίδιος γράφει: «Φτάνοντας στο σπίτι κοντά,
πήρε το μάτι μου, ένα κουβαριασμένο κορμί πάνω στα σκαλοπάτια. Ήταν η μάνα μου.
Μόλις έφτασα, πετάχτηκε απάνω, ένα ελατήριο που τινάχτηκε, μ’ άρπαξε από τα
πέτα του σακακιού και με τράβηξε μέσα. Με πήγε ως το βάθος του σπιτιού, στην
κουζίνα. «Πού ήσουνα;» ρώτησε σιγανά, για να μην ξυπνήσουν, ο πατρυιός μου, τα
δυο του αδέλφια και τ’ αδέλφια μου, αλλά οργισμένα και με τα μάτια απειλητικά
να με κοιτούν κατάματα.
Ξεκούμπωσα το σακάκι,
τράβηξα το πουκάμισο και της έδειξα το
κομμάτι με τον αγκυλωτό σταυρό. Εν της είπα τίποτε. Το οργισμένο πρόσωπο της
Μάνας, άλλαξε. Πήρε μιαν άλλην όψη, αλλιώτικη, πρωτόφαντη για μένα. Ένα φως
αναδυόταν από το πρόσωπό της. Σαν το αυγινό φως, σε μέρα καθαρή, μέρα ευδίας.
Στηλώθηκε στο κορμί της, μ’ αγκάλιασε και με φίλησε. Δεν μού ’πε λέξη. Δεν με
ρώτησε τίποτε.
Την άλλη μέρα το πρωί, τη
ρώτησε ο πατριός μου:
- «Πού ήταν ο μεγάλος σου γιος, χθες
βράδυ;»
- «Ανέβα στην ταράτσα, κοίταξε την
Ακρόπολη και θα καταλάβεις», ήταν η απάντησή της.
Ποτέ μου δεν τη ρώτησα πως
τα κατάλαβε όλα. Το θεωρούσα βεβήλωση προς τη νοημοσύνη της, στην
αντιληπτικότητά της, στην προσωπικότητά της ως Ελληνίδας Μάνας, να τη ρωτήσω
και δεν τη ρώτησα…» .
Ο
πρώτος διοικητής της Γκεστάπο στην Αθήνα Τόυμπελ, μετά τον εξευτελισμό και το
σχίσιμο της γερμανικής πολεμικής σημαίας με τον αγκυλωτό σταυρό «…εκινήθη με λύσσαν διά ν’ ανακαλύψη τα
παιδιά, τους δύο νεαρούς και ηρωικούς Έλληνας που ετόλμησαν να εξαφανίσουν την
χιτλερικήν σημαίαν από των επάλξεων του Ιερού Βράχου…».[4]
Πέπλος μυστηρίου κάλυψε «…το άνευ ομοίου
εις Γερμανοκρατουμένην, τότε, Ευρώπην κατόρθωμα του εξευτελισμού του χιτλερικού
συμβόλου». [5]
Ο διοικητής της Γκεστάπο
δήλωσε ότι, αν δεν βρεθούν οι ένοχοι, θα πληρώσει ακριβά ο Αθηναϊκός λαός. Οι
τοίχοι της πρωτεύουσας σκεπάστηκαν με την πρώτη ανακοίνωση της Κομαντατούρ: «Κατά την νύκτα της 30ης προς 31ην Μαΐου,
υπεξηρέθη η επί της Ακροπόλεως κυματίζουσα Γερμανική σημαία παρ’ αγνώστων
δραστών. Διενεργούνται αυστηραί ανακρίσεις. Οι ένοχοι και συνεργοί αυτών θα
τιμωρηθώσι διά της ποινής του θανάτου…».
Οι
τότε Έλληνες δικαστές της Αθήνας, που ανέλαβαν κατ’ εντολή των Γερμανών να
ανακαλύψουν τους δράστες, παραπλάνησαν τους Γερμανούς και η έρευνα στράφηκε
στην αναζήτηση μιας «άσπρης κούρσας» που εθεάθη να κινείται ύποπτα το βράδυ της
30ης Μαΐου κάτω από την Ακρόπολη. Η «άσπρη κούρσα» ουδέποτε βρέθηκε,
αλλά οι Γερμανοί πείστηκαν για το αδιέξοδο της έρευνας και ο Τόϋμπελ υπέβαλε
σχετική έκθεση στο Βερολίνο με περιεχόμενο που δεν εβάρυνε τον Αθηναϊκό λαό και
γι’ αυτό δεν υπήρξαν αντίποινα.
«…Τα σύγνεφα που είχαν σκεπάσει αγρίως
απειλητικά τον Αττικόν ορίζοντα απεμακρύνθησαν και οι οδυνηρές συνέπειες της
κλοπής της χιτλερικής σημαίας δεν έθιξαν
κανένα Έλληνα».[6]
Οι άγνωστοι δράστες
καταδικάστηκαν σε θάνατο από τους Γερμανούς.[7] Ο
ίδιος ο ελληνικός λαός δεν έμαθε τα ονόματα των γενναίων παρά μετά τον πόλεμο την
ημέρα της εθνικής γιορτής της 25ης Μαρτίου 1945, όταν πρώτες οι εφημερίδες
«Ριζοσπάστης» και «Ελευθερία» τα
αποκάλυψαν και τα παρέδωσαν στην ιστορία. Την επόμενη μέρα θα το δημοσιεύσει
και η εφημερίδα «Εστία».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου